Θεόδωρος Γρηγοριάδης

1993-2003. «…πόσα πράγματα ορίσαμε να φυλάγουμε παντοτινά στην ζωή μας;»

ΤΟ ΠΑΓΓΑΙΟ ΤΟΥ ΑΥΤΟΧΘΟΝΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ

Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης γεννήθηκε στο Παλαιοχώρι Παγγαίου Καβάλας το 1956. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Δούλεψε στη Μέση Εκπαίδευση και τα τελευταία χρόνια συνεργάζεται με τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σερρών διοργανώνοντας λογοτεχνικά σεμινάρια. Έχει γράψει επτά μυθιστορήματα και δύο συλλογές διηγημάτων. Ζει στην Αθήνα από το 1990.

Δεν είναι τυχαίο ότι το κεφάλαιο αυτό είναι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τα υπόλοιπα. Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Παλαιοχώρι του Παγγαίου, και η βιωματική σχέση με το τόπο του και το βουνό τον καθιστά ‘ειδικό’ στο θέμα. Ο συγγραφέας όχι μόνο δεν θέλησε να κρύψει τις ρίζες του πίσω από το γενικώς προτιμητέο κοσμοπολίτικο προσωπείο, αλλά αντίθετα φροντίζει να τις προβάλλει. Έτσι το Παγγαίο και ο προσφιλείς τόποι της νεότητάς του τροφοδοτούν τις ιστορίες του και αποτελούν ένα σταθερό και διαρκές σημείο έμπνευσης και αναφοράς.

 

1993. Ο Ναύτης

 

Το δεύτερο μυθιστόρημα του Θόδωρου Γρηγοριάδη κυκλοφορεί το 1993 από τις εκδόσεις Κέδρος και φέρει τον τίτλο «Ο Ναύτης». Είναι ένα μυθιστόρημα 400 σελίδων, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, όπου ο συγγραφέας, συνδυάζοντας το φανταστικό με το πραγματικό, μας παραδίδει ένα έργο ονειρικής ατμόσφαιρας και ντοκουμέντου εποχής. Στο βιβλίο υπάρχουν άφθονες μικρές αναφορές στο Παγγαίο, που αν και καμιά τους δεν συνιστά εκτεταμένο απόσπασμα, εν τούτοις καταγράφουν σαφώς την εικόνα του τόπου και της εποχής, μέσα από την παιδική ματιά. Η ποιητική θεώρηση του αφηγητή-συγγραφέα, μετατρέπει τον κάμπο στους πρόποδες του Παγγαίου σε θάλασσα, όπου πλέοντα καράβια, μεταμορφωμένες γοργόνες και σκηνές ενός μαγικού κόσμου εισβάλλουν διαρκώς στη ροή της πραγματικότητας. Η στενότερη, όμως, σχέση του βιβλίου με το όρος έγκειται στη τελική αποκάλυψη του μυστικού που βασανίζει τον αφηγητή, και το οποίο αποτελεί μια σύγχρονη εκδοχή ενός αρχαίου τοπικού μύθου. Αυτού που αναφέρεται στο γιο του Άρη και της Κριτοβούλης, Παγγαίου, ο οποίος εν αγνοία του κοιμήθηκε με την θυγατέρα του και κατόπιν αυτοκτόνησε από τύψεις, δίδοντας έτσι, κατά μια από τις εκδοχές, το όνομά του στο βουνό1.

 


1. Με τη βασική όμως διαφορά πως η πράξη του Παγγαίου δικαιολογείται από την άγνοιά του, ενώ αντίθετα ο καθηγητής του ‘Ναύτη’, Αντώνιος, έχει πλήρη επίγνωση του γεγονότος, παρασύρεται όμως από το πάθος του και, κυνηγημένος από τη ντροπή και τις τύψεις, αυτοκτονεί με τον ίδιο τρόπο.

 

 

2000. Ο φύλακας στο βουνό

 

Στο Κυριακάτικο ένθετο της εφημερίδας Καθημερινή, «Επτά ημέρες», της 7ης Μαΐου του 2000, περιλαμβάνεται ένα αφιέρωμα στο Παγγαίο με τον τίτλο «Το χρυσοφόρο Παγγαίο». Το αφιέρωμα συγκεντρώνει κείμενα για τους μύθους, τις αρχαιότητες, την ιστορία, την αρχιτεκτονική, την πανίδα και τη χλωρίδα του βουνού, καθώς κι ένα διήγημα, που κατά παραγγελία ανατέθηκε στον Θεόδωρο Γρηγοριάδη.

Στο διήγημα «Ο φύλακας στο βουνό», ο συγγραφέας επιστρέφει στα παιδικά χρόνια του «Ναύτη». Η ποιότητα της καθημερινής ζωής και η ευημερία του ορεινού χωριού στο οποίο διαβιεί ο μικρός πρωταγωνιστής βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με το βουνό, κι αυτό αποτελεί συνείδηση των κατοίκων του, χρόνια προτού έννοιες όπως οικολογία και περιβάλλον εισέλθουν επιτακτικά και στο δικό μας λεξιλόγιο. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα:

«Όταν βρίσκομαι μακριά από το χωριό μου, η γενική εικόνα που έχω γι’ αυτό δεν είναι τα σπίτια, οι γειτονιές, η πλατεία. Αυτά μπορείς να τα συναντήσεις σε οποιοδήποτε χωριό της πατρίδας. Είναι η αίσθηση ότι το χωριό ανήκει στο βουνό. Είναι ταυτισμένο με το βουνό. Χωρίς το βουνό ίσως και να μην υπήρχε».

Η χαρισματική τοποθεσία του Παλαιοχωρίου, στο οποίο γεννήθηκε ο συγγραφέας, και η θέα των γύρω τόπων από τον κοντινό λόφο, αποδίδεται σ’ ένα απόσπασμα που προκαλεί συγκρίσεις μ’ εκείνα των προηγούμενων αφηγητών:

«Δεν υπάρχει σημείο που να σταθείς και να μη βλέπεις το Παγγαίο. Η χαρισματική τοποθεσία του χωριού σε κάνει να πιστεύεις ότι βρίσκεσαι στην καρδιά του βουνού, και ας κατέχει το χωριό μια πλευρά του μόνο.

»Από τον βουνίσιο όγκο ξεφεύγει, ανυπάκουα θα έλεγα χωρίς όμως να αποσπάται από τα σπλάχνα του Παγγαίου, ο λόφος με το κάστρο. Απλώνεται σαν μια μικρή χερσόνησος προς τη μεριά του κάμπου, έχοντας στην απέναντι μεριά της πεδιάδας την ακρόπολη των Φιλίππων.

»Αυτός ο λόφος παραμένει ο πιο οικείος τόπος, ίσως ακριβώς γιατί κατεβαίνει κυριολεκτικά μέσα στο χωριό. Στην κορυφή του υψώνεται το κάστρο του Μεγαλέξανδρου, και ανάμεσα στα τείχη ξεφυτρώνει το εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων. Η θέα από την κορυφή των επάλξεων είναι συγκλονιστική. Ατενίζεις ολόκληρη την πεδιάδα των Φιλίππων με την κεφαλή του Βρούτου στα δεξιά. Στο βάθος διαγράφεται το Φαλακρόν Όρος, μόνιμα φαλακρό και χιονισμένο, ενώ πίσω και περιμετρικά απλώνεται το Παγγαίον όρος, ιδωμένο από διαφορετική γωνιά και υψόμετρο».

Το διήγημα, «Ο φύλακας στο βουνό», αναφέρεται στην πρωτοβουλία των κατοίκων του χωριού, να στέλνουν καθημερινά έναν εθελοντή από κάθε σπίτι, με σκοπό τη φύλαξη του βουνού από τον κίνδυνο της πυρκαγιάς. Ο δωδεκάχρονος νεαρός του διηγήματος, ως ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, αναλαμβάνει αυτό το καθήκον όταν φτάνει η σειρά του δικού του σπιτιού. Έτσι, αφού λάβει τις κατάλληλες οδηγίες, ανεβαίνει μέχρι την πρόχειρη καλύβα που χρησιμεύει ως παρατηρητήριο. Εκεί, μέσα στο καθαρτήριο της φύσης του Παγγαίου, συντελείται μια διαδικασία ωρίμανσης της έως τότε άγουρης συνείδησης του νεαρού. Κι ενώ αρχικά το χρέος της πυροφύλαξης το επιφορτίζεται απρόθυμα και με αμφιβολίες, ακόμα και για την αγάπη των γονέων του που τον έστειλαν εκεί πάνω, με την πρώτη κιόλας ενατένιση του τοπίου από ψηλά, παρατηρείται η μεταστροφή των συναισθημάτων:

«Ώσπου έστριψα το κεφάλι μου και για πρώτη φορά αντίκρισα το Παγγαίο στην πιο φυσική του διάσταση. Αγέρωχο, όμορφο, να αλλάζει χρώματα ανάλογα με τη στιγμή, με το χρώμα του ουρανού αλλά και με τη δική σου διάθεση. Γεμάτο δέντρα πανύψηλα, οξιές, καστανιές, φλαμουριές. Παντοτινό βουνό, επιβλητικό, οι λόφοι του σαν μπράτσα αγκαλιάζουν το χωριό αφήνοντάς το ακάλυπτο μόνον απ’ την πλευρά του κάμπου».

Η αλληλένδετη σχέση βουνού και χωριού γίνεται αντιληπτή από το νεαρό φρουρό του όρους, ο οποίος συνειδητοποιεί ότι:

«Εκεί, ανάμεσα στις στέγες, βρίσκεται το σπίτι μου. Οι δικοί μου. Εκεί είναι το χωριό μου. Εδώ είναι οι άλλοι δικοί μου. Η φύση, το βουνό μου. Πρέπει να το προστατεύσω».

Η μνήμη του νεοφώτιστου αναζωογονείται από το βάπτισμά του στη μαγεία της περιβάλλουσας φύσης, κι ανακαλεί περιστατικά από παλιούς καιρούς, που σαν διδακτικές παραβολές έρχονται για να του υπενθυμίσουν τους βιωματικούς του δεσμούς με το βουνό:

« Άρχιζε ένας μυστικός διάλογος με την γύρω φύση. Με τις κρυφές σπηλιές, τα υπόγεια ρεύματα, τα περιβόλια του βουνού, με τους λύκους, τα αγριογούρουνα που έφταναν μέχρι τις αυλές μας. Θυμήθηκα το πληγωμένο ζαρκάδι που ξεψύχησε στην πλατεία, ζητώντας ανθρώπινη βοήθεια. Είδα τον πατέρα μου να κατεβάζει ξύλα. Ξαναπερπάτησα τη σχολική πορεία για το μοναστήρι, αφουγκράστηκα σκόρπιους θρύλους για αρχαίες τοποθεσίες και Ιερά, άκουσα τις γκάιντες στο πανηγύρι του Προφήτη Ηλία».

Η πυρκαγιά θα ξεσπάσει, αλλά μόνο σαν εφιάλτης στον ύπνο του νεαρού, που αποκαμωμένος κοιμάται για λίγα λεπτά. Όταν ξυπνάει τρομαγμένος, η αίσθηση τού καθήκοντος, στο οποίο θεωρεί πλέον ταγμένο τον εαυτό του, εμφανίζεται περισσότερο ανεπτυγμένη. Η φύλαξη του βουνού δεν είναι πλέον επιβαλλόμενη υποχρέωση αλλά συνειδητή απόφαση:

«Ξαναπήγα στην καλύβα τα επόμενα καλοκαίρια. Το φυλλάτειν διαπότισε την συνείδησή μου και νομίζω πως από τότε άρχισα να σέβομαι πράγματα που οφείλουμε αληθινά να προστατεύουμε χωρίς αυτό να μας επιβάλλεται από θεσμούς και νόμους».

Χρόνια αργότερα, ως ενήλικας πλέον, επιστρέφει στο χωριό και παρατηρεί τις αλλαγές. Καμιά πυρκαγιά δεν κατέκαψε το βουνό, η περιοχή έμεινε ανέπαφη από την τουριστική αλλοτρίωση, όμως ούτε η καλύβα υπάρχει πλέον, ούτε η συνήθεια της φύλαξης άντεξε στο χρόνο. Το διήγημα κλείνει μ’ ένα καυτό, σαν πυρκαγιά σε δάσος, ερώτημα να αιωρείται.

«Όσο για τις φωτιές στον ύπνο μου μάλλον κάτι σημαίνουν. Ίσως έχουν σχέση με την εγκατάλειψη εκείνου του πόστου, του φύλακα, ψηλά στην καλύβα. Ίσως είναι η συνείδηση του βουνού που με βαραίνει. Μήπως πρέπει να ξαναπάρω τα βουνά; Άλλωστε πόσα πράγματα ορίσαμε να φυλάγουμε παντοτινά στην ζωή μας;»

Μόνο τα ελάχιστα. Αυτά με τα οποία στο τέλος και θα απομείνουμε, θα μπορούσε να απαντήσει κάποιος2.

 


2. Το θέμα, δυστυχώς, αποδείχθηκε τραγικά επίκαιρο το φετινό καλοκαίρι., όπου ανάμεσα στις καταστροφικές πυρκαγιές που έκαψαν τη μισή Ελλάδα κι άφησαν πίσω τους ένα πρωτοφανή αριθμό νεκρών, μία απείλησε και την περιοχή του Παγγαίου. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες, αντιμετωπίστηκε έγκαιρα και αποτελεσματικά, κι έτσι το αγαπημένο μας βουνό δεν συμπεριλήφθηκε στην ενός λεπτού σιγή του εθνικού μας πένθους.

 

 

2001. Το Παρτάλι

 

Αν και δεν κατονομάζεται, το Βρανόκαστρο,3 το οποίο αναφέρεται ως τοποθεσία του χωριού του, καθορίζει ασφαλώς την ταυτότητα του Παλαιοχωρίου ως καταγωγή του ήρωα του μυθιστορήματος «Το Παρτάλι» (2001, Πατάκης). Στο εν λόγω, όπως σε άλλα βιβλία του, ο Γρηγοριάδης πλέει στα αφρισμένα νερά μιας τολμηρής θεματολογίας, φαίνεται όμως πως έχει και την τόλμη αλλά και τον τρόπο να χειρίζεται θέματα τα οποία συχνά οδηγούν σε ατυχή αποτελέσματα τους συγγραφείς που διαθέτουν μόνο το πρώτο.

Στο «Παρτάλι» ο αναγνώστης του παρόντος βιβλίου θα συναντήσει αναγνωρίσιμες καταστάσεις. Η υπόθεσή του: Σε μια πρακτική παρενδυσίας, ο δεκαπεντάχρονος ήρωας, μεταμφιεσμένος σε γυναίκα έτσι ώστε να μην προκαλεί υποψίες, και γνώστης των δρόμων του βουνού, γίνεται ο αγγελιοφόρος των αντάρτικων ομάδων που βρίσκονται στο Παγγαίο. (Και της ομάδας του Βαλιούλη, ίσως;) Έτσι η πρόνοια της μητέρας του να τον ντύνει από μικρό σαν κορίτσι, για να τον γλιτώσει από τα δεινά του πολέμου που απειλούν τους άντρες (η ιστορία φέρνει στο νου τον αρχαίο μύθο του Αχιλλέα, τον οποίο η Θέτιδα μεταμφιέζει ανάλογα σε μια ανώφελη προσπάθεια να τον σώσει από την μοίρα που τον περιμένει στα τείχη της Τροίας) είναι αυτή που εκθέτει σε ρίσκο όχι μόνο τη σωματική του ασφάλεια, αλλά και την ευαίσθητη εφηβική του ιδιοσυγκρασία. Στη σελίδα 135, βλέπουμε το Παρτάλι, να εκμυστηρεύεται την προσωπική του ιστορία στον Μανουήλ, έναν φοιτητή της φιλολογίας που δείχνει μαγνητισμένος από την μυστηριώδη του προσωπικότητα.

«Θα μπορούσα να είχα ζήσει ευτυχισμένος στο χωριό. Καταλαβαίνεις εσύ, από χωριό είσαι. Μεγάλο το χωριό μας. Τρεισήμισι και βάλε χιλιάδες, μας έστειλαν και τους πρόσφυγες, και έτσι μπερδευτήκαμε με τον καιρό. Βρισκόταν σε καλή θέση το χωριό, ανάμεσα σε βουνό και κάμπο. Γι’ αυτό και την πλήρωνε κάθε φορά που οι ξένοι πλάκωναν από το βορρά. Τους έμπαινε στο μάτι εκεί που ήταν. Για να καταλάβεις, στο Δεύτερο Βαλκανικό οι Βούλγαροι υποχωρούσαν και καταλάμβαναν τα χωριά…. Μ’ ακούς Μανουήλ,ή μήπως σε νάρκωσαν τα λόγια μου;»

Στη σελίδα 153, στη συνέχεια της εξιστόρησης, βουνό και χωριό εμφανίζονται ξανά:

«Ο αντάρτες κρυβόντουσαν στα βουνά. Το χωριό από κάτω σε κατοχή. Καμιά φορά, μέσα στη μαύρη νύχτα, κατέβαιναν οι άντρες και ούρλιαζαν σαν τσακάλια, για να φοβούνται οι Βούλγαροι. Μια άλλη φορά ο Αργεντινός τόλμησε να παίξει ακορντεόν στην αυλή του διοικητή. Δεν τον πρόλαβαν…Παίζαμε με τη φωτιά… Τότε ήταν που χρειάστηκαν κάποιον να επικοινωνεί μαζί τους στα βουνά και να τους λέει τις κινήσεις των Βουλγάρων και όσα μαθαίναμε στο μεταξύ κάτω στο χωριό. Φυσικά, όλοι ξέρανε το ‘μυστικό’ της μάνας μου, που με είχε ντυμένο έτσι για να μην πολεμήσω ποτέ. Κανένας δεν την έπαιρνε στα σοβαρά, μέχρι που είδαν ότι τους βόλευα. Έτσι, αντί η κακομοίρα να με προστατέψει από κινδύνους ντύνοντάς με κορίτσι, με έριξε σε χειρότερους…»

Το Παρτάλι και ο Μανουήλ αποτελούν τους δυο κεντρικούς ήρωες του μυθιστορήματος. Ο Μανουήλ περνά τη φοιτητική του ζωή ανάμεσα σε φοιτητικές παρέες και ομάδες, που αν και ποικίλα δραστήριες - βρισκόμαστε στις αρχές της μεταπολίτευσης - δεν καταφέρνουν να τον γεμίσουν. Αυτό που αναζητά βρίσκεται κάπου έξω, στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, όπου συνηθίζει να περιπλανιέται. Μια τυπική εκδούλευση θα τον φέρει να συναντηθεί μ’ έναν περίεργο τύπο, τον επονομαζόμενο Παρτάλι. Η αρχικά συμπωματική σχέση θα τον οδηγήσει σύντομα σε άγνωστα μέρη, καθώς η κατανόηση της περιθωριακής αυτής προσωπικότητας, περνά μέσα από την κατανόηση του ίδιου τού εαυτού του. Η προσωπική ιστορία που διηγείται το Παρτάλι φτάνει να εμπνεύσει και τη δημιουργία ενός θεατρικού έργου. Στη σελίδα 352, ο ηθοποιός που τον υποδύεται μιλά στη σκηνή με τα δικά του λόγια:

«Στη συνέχεια αρχίζουν να πίνουν μαζί και ο άνδρας γυρίζει καταπρόσωπο προς το κοινό και διηγείται-εξηγώντας ταυτόχρονα στο νεαρότερο φοιτητή- την ιστορία του. Ότι μεγάλωσε σε ένα ορεινό χωριό, όπου σε κάθε πόλεμο όλες οι σημαντικές μάχες διεξάγονταν εκεί απ’ έξω, σε μια τοποθεσία όπου βρίσκεται θαμμένη μια παλιά βυζαντινή εκκλησία, του Αι-Γιώργη. Φαίνεται, η θέση του χωριού, στην πλαγιά του χρυσοφόρου Παγγαίου, είχε στρατηγική σημασία και ως απόδειξη ανέφερε με συντομία τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που διεξάγονταν στα χωριά επί μήνες. Η μάνα του, λοιπόν, που είχε πικρή πείρα από μαζικές εξοντώσεις αντρικού πληθυσμού, με το που γεννήθηκε το αγοράκι της, αποφάσισε να το ντύσει κοριτσίστικα. Ο πατέρας της είχε φονευθεί το ’13 στη Δράμα, μαζί με είκοσι πέντε άλλους στρατιώτες της μονάδας Ζωιτοπούλου, γιατί παραπλανήθηκαν από τη λευκή σημαία των Βουλγάρων, που δήθεν ήθελαν να έρθουν σε συνεννόηση μαζί τους».

Το «Παρτάλι», είναι ένα μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται διαρκώς. Κάτω από την επιφάνεια της αρχικής ιστορίας κρύβονται άλλες, σαν τις γνωστές ρωσικές κούκλες που φωλιάζουν η μια στα σωθικά της άλλης. Οι ιστορίες αυτές αποκαλύπτονται για να αλλάξουν πλεύση στην αφήγηση, και να προσφέρουν νέα οπτική ματιά στον αναγνώστη, ο οποίος θα περιμένει μέχρι το τέλος του βιβλίου την κατάληξη της ιστορίας και των προσώπων με τα οποία έχει συνδεθεί κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης.

 


3. Πληροφορίες για το Βρανόκαστρο μπορεί να βρει ο αναγνώστης στο βιβλίο του Αριστείδη Χρ. Μεντίζη, «Το Κάστρο του Παλαιοχωρίου», που κυκλοφόρησε το 2006 με χρηματοδότηση από την Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης.

 

 

2003. Έξω από το σώμα.

 

Σε κανένα από τα έργα του Γρηγοριάδη δεν συναντάμε το Παγγαίο, με τους μύθους και τους θρύλους του, να παίζει τόσο κυρίαρχο ρόλο, όσο στο επόμενό του, στο οποίο, επακόλουθα, θα σταθούμε περισσότερο. Το «Έξω από το σώμα», (Πατάκης 2003), προτρέπει για μελέτη όποιον ενδιαφέρεται να βρει το ιστορικό στοιχείο μέσα στο μύθο του, και αποδεικνύει πως ο συγγραφέας εκτός από την αυτονόητη αγάπη για τον τόπο του, είναι και πολύ καλός γνώστης της πλούσιας ιστορικής του παρακαταθήκης.

Το ίδιο το χωριό του εμφανίζεται αμέσως στο μυθιστόρημα. Στην πρώτη κιόλας σελίδα, (10 του βιβλίου), βρίσκουμε τον ήρωά του, το δημοσιογράφο Ρήσο Κυριαζίδη, μετά από χρόνια παραμονή στην Αθήνα, εγκαταστημένο στο «Βρανοχώρι», όνομα με το οποίο ο Γρηγοριάδης περισσότερο αποκαλύπτει παρά κρύβει την ταυτότητα του Παλαιοχωρίου. Το Βρανόκαστρο, το υστεροβυζαντινό αυτό κάστρο του χωριού, λέγεται πως χτίστηκε στο ίδιο περίοπτο μέρος του παλαιότερου κάστρου των κλασσικών χρόνων του Αλέξανδρου, και ιδρυτής του θεωρείται ο βυζαντινός στρατηγός Αλέξιος Βρανάς.

«Ήταν πράγματι ένα αφόρητο καλοκαίρι. Όλη μέρα ψηνόμασταν στους πρόποδες του καταπράσινου βουνού και το απόγευμα, ενώ θέλαμε να πάμε για κολύμπι λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα, άνοιγαν τα ουράνια, πάνω απ’ τις κορυφογραμμές του Παγγαίου. Τότε όλες οι κατάρες και τα δαιμόνια που κρύβονταν στις χαράδρες και στα κρυφά περάσματα αμολιόντουσαν καταπάνω μας – σε ποιους; σ’ εμάς, που ακουμπούσαμε ευλαβικά στα πόδια του για αιώνες, σαν να μας τιμωρούσε το θεόρατο βουνό και σαν να μας προκαλούσε να ψάξουμε τους λόγους που έκρυβε τόση οργή στα σπλάχνα του. Έχουν όμως σπλάχνα τα βουνά;»

Η ιστορία έχει ανοίξει την πύλη της στον αναγνώστη, και η είσοδος συνεχίζεται στο παρακάτω απόσπασμα, το πρώτο μέρος του οποίου θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αποτελεί βιογραφικό τού συγγραφέα.

«Είμαι Βρανοχωρίτης στην καταγωγή. Μπορεί να λείπω πολλά χρόνια απ’ τον τόπο μου, όμως στη συνείδησή του χωριού υπάρχω, αφού ουδέποτε μετέφερα τα εκλογικά μου δικαιώματα, ουδέποτε αρνήθηκα την καταγωγή μου. Αρνήθηκα μόνον την αγροτική μου υπόσταση, ακολουθώντας τους δρόμους της μόρφωσης. Κατέληξα τα τελευταία χρόνια να υποδύομαι τον δημοσιογράφο, γιατί το να είσαι ένας καλός δημοσιογράφος δεν σημαίνει τίποτε. Ευτυχώς η «δημοσιογραφική» μου ιδιότητα, ύστερα απ’ το κλείσιμο της αθηναϊκής εφημερίδας όπου δούλευα, δεν ανεστάλη στον γενέθλιο τόπο μου, γιατί θα είχα παραλύσει εντελώς από την αδράνεια. Να ‘ναι καλά ο κολλητός μου, ο δήμαρχος, που με επιστράτευσε να γράψω για τον τόπο μου, από ιερή υποχρέωση και χρηματική ανάγκη (υπήρχε ένα εγκεκριμένο κονδύλι για τη συγγραφή κάποιου ιστορικού χρονικού)». σελ. 12.

Η βάση της ιστορίας έχει στηθεί. Ο δημοσιογράφος έχει αναλάβει τη συγγραφή μιας σύντομης ιστορίας του Παγγαίου, που, «για να μην ξεχνιόμαστε, δεν είναι δα και κανένα μικρό βουναλάκι: έχει μήκος σαράντα χιλιόμετρα, ενώ γύρω του είναι ξαπλωμένα ένα σωρό χωριά και καθένα απ’ αυτά διεκδικεί τη μοναδικότητά του και την ερημιά του. Ποτέ άλλοτε δεν ήταν πιο άδεια και πιο φτωχά τα χωριά μας. Πάντως τα μόνα χωριά που ανταγωνίζονταν το δικό μας σε φήμη, σύμφωνα με τον δήμαρχο και παλιό μου συμμαθητή, ήταν τα μέρη απ’ όπου κατάγονταν η Δέσποινα Βανδή και ο Καραμανλής. Μάλιστα, του δευτέρου σε απόσταση αναπνοής από τα δικά μας».σελ 13.

Εκτός από το ψευδώνυμο ‘Βρανοχώρι’ και η υπόλοιπη ονοματολογία των πρωταγωνιστών της ιστορίας κάθε άλλο παρά τυχαία είναι: Ρήσος, Λυκούργος, Ανδρομάχη. Ρήσος και Ανδρομάχη είναι οι δυο γνωστές τραγωδίες του Ευριπίδη4, που ούτε η δικιά του ιστορική παρουσία θα μείνει έξω από την υπόθεση.

Το σπάνιο - έως ανεύρετο σήμερα - όνομα του Κυριαζίδη εκκινεί από την ομηρική παράδοση. Ο Ρήσος ήταν ο βασιλιάς των Θρακών, που σύμφωνα με τις περιγραφές του Ομήρου βασίλευε στο Παγγαίο και στη γύρω περιοχή, και ο οποίος προσέτρεξε σε βοήθεια των Τρώων για να φονευθεί από τον Διομήδη την ίδια νύχτα της άφιξής του. Η ινδοευρωπαϊκή ρίζα rich σημαίνει πλούσιος, αλλά και rex, reg, που σημαίνει βασιλιάς. Ο Ρήσος, όμως, θεωρούνταν βασιλιάς από τους Έλληνες. Για τους Θράκες κατοίκους του βουνού, όπως τονίζει ο συστηματικός μελετητής του Παγγαίου, Θόδωρος Λυμπεράκης, ο Ρήσος ήταν θεός και ως τέτοιος λατρευόταν. Θυμίζει έναν άλλο θεό των Θρακών τον Θράκα Ιππέα, ιερό του οποίου έχει ήδη ανασκαφεί, και πιθανότατα κάτω από τα δυο αυτά ονόματα να κρύβεται η ίδια θεότητα, ή ακόμα και να πρόκειται για μορφές του ίδιου του μεγάλου θεού όλων των Θρακών, του Διόνυσου.

Όσο δε για τον Λυκούργο αυτός ήταν ο Θράκας βασιλέας των Ηδωνών, που εναντιώθηκε στη λατρεία του Διόνυσου και η τιμωρία του ήταν να τυφλωθεί και να πεθάνει σε σπήλαιο του Παγγαίου, κλεισμένος εκεί από τον ίδιο το θεό.

Εκτός από τη βασιλική ιδιότητα, λοιπόν, το μικρό όνομα του Κυριαζίδη παραπέμπει και στον πλούτο, ο οποίος, πράγματι, στο μυθιστόρημα έρχεται για τη γειτονική οικογένεια, τους Μαρλίδες, οι οποίοι «… κατάγονταν κανονικά απ’ τα μέρη μας. Είχαν αναλάβει την εξόρυξη του ασβέστη απ’ τις χαμηλότερες πλαγιές του Παγγαίου, κατατρώγοντας ένα σεβαστό μέρος του βουνίσιου όγκου – νόμιμα, δε λέω, και με το αζημίωτο για το ελληνικό κράτος, αλλά, όταν βγάζεις χρήματα πελεκώντας ένα βουνό, κανείς δεν θα σου πει «μπράβο καλά τα έβγαλες», πόσο μάλιστα όταν τα χρήματα αυτά είναι απείρως περισσότερα απ’ όσα έβγαζαν δέκα οικογένειες καπνοκαλλιεργητών μαζί». σελ. 22.

Φήμες στο χωριό φέρναν τους Μαρλίδες να έχουν πλουτίσει επειδή, παράλληλα με την εξόρυξη των ασβεστολιθικών πετρωμάτων, είχαν βρει τρόπο να ψάχνουν για χρυσό:

«Το ότι το βουνό μας είχε και έχει χρυσάφι είναι κάτι που κανείς δεν αμφισβητεί μέχρι και σήμερα. Δεκάδες άνθρωποι, από κάθε γωνιά της χώρας, μπορεί και της γης, εμφανίζονταν μυστηριωδώς κατά καιρούς με ραβδοσκόπους για την ανίχνευση όχι μόνον του ανεκμετάλλευτου χρυσού αλλά και για τους περίφημους θαμμένους θησαυρούς του βασιλιά Φιλίππου». σελ. 24.

Βλέπουμε, λοιπόν, και θα το δούμε καλύτερα ακόμα παρακάτω, ότι αρχίζουν να δένονται πολλά από τα στοιχεία που μας είναι γνωστά για το Παγγαίο. Μεγάλα θέματα όμως εγείρει το επόμενο απόσπασμα, στο οποίο βρίσκουμε το δημοσιογράφο να αναλογίζεται το βάρος της συγγραφικής υποχρέωσης που έχει αναλάβει.

«Πρέπει να αναδείξω ό,τι πιο ισχυρό απόμεινε στον τόπο μας, και λέω «απόμεινε», επειδή, για πολλά χρόνια, αρχαιολόγοι και επιστήμονες μας απόσπασαν παλιά ιστορικά κεκτημένα. Ήδη το κάστρο του Μεγαλέξανδρου, στα ανατολικά του χωριού, αυτό που και σήμερα ακόμη παραμένει φωταγωγημένο, το χαρακτήρισαν βυζαντινό οχυρό, αγνοώντας τις μνήμες κα τις παραδόσεις τόσων χρόνων, καθώς και τις αφηγήσεις γνωστού Παγγαιορείτη συγγραφέα για την αρχαία μακεδονίτικη καταγωγή του. Ύστερα ήρθε η σειρά της παλιάς Εγνατίας οδού, που καμαρώναμε βλέποντας τα πέτρινα απομεινάρια της. Κάτι αρχαίες οδοσημάνσεις - δήθεν - έδειξαν ότι ο δρόμος που ερχόταν από την Αμφίπολη στους Φιλίππους παρέκαμπτε το Παγγαίο και μετατοπιζόταν δυτικά, προς τη μεριά της Δράμας. Εδώ οι ερευνητές, σαν να δούλευαν στο ΥΠΕΧΩΔΕ χίλια χρόνια πριν, ήταν σκληροί και αμετάπειστοι. Δεν απάντησαν καν σε ένα ρεπορτάζ που δημοσίευσα εναντίον τους στην εφημερίδα. Τέλος, το χειρότερο και καθοριστικό χτύπημα ήρθε όταν κάποιοι ευκαιριακοί αρχαιολόγοι επανατοποθέτησαν τον χώρο της Σκαπτής Ύλης, δηλαδή των αρχαίων ορυχείων χρυσού, απέναντι από τη Θάσο, σε κάτι χαμηλά βουναλάκια, ξεχνώντας ότι το μισό και βάλε Παγγαίο είναι γεμάτο σκαμμένες στοές και σωρούς σιδηρόπετρες - ασημόπετρες τις λέγαμε μικροί παίζοντας πάνω τους». σελ. 27, 28.

Είναι γνωστή και κατανοητή η τάση κάθε ντόπιας κοινότητας, λαού, ή φυλής, να θέλει να πιστεύει πως κατοικεί σε τόπο άρρηκτα συνδεδεμένο με σημαντικά ιστορικά γεγονότα και προσωπικότητες που σφράγισαν την περιοχή με το κύρος της παρουσίας τους, έστω και περαστικής. Αν, για παράδειγμα, κάθε θέση, κατάλυμα, πέρασμα, οχυρό ή γεφύρι ανά την οικουμένη που αποδίδεται στον Μ. Αλέξανδρο του αντιστοιχεί πραγματικά, τότε ο χρόνος έχει προφανώς δείξει μια θαυματουργή, για τα αρχαιολογικά δεδομένα, εύνοια στον στρατηλάτη, φιλοδωρώντας μας ταυτόχρονα με μια εξαιρετικά λεπτομερή χαρτογράφηση των κινήσεών του. Η τάση αυτή διακατέχει προφανώς και τον ήρωα του Γρηγοριάδη, ο οποίος δυσφορεί για τις νέες θεωρίες που αφαιρούν από το χωριό του μέρος της ιστορικής του αίγλης. Ας δούμε όμως, όσο πιο σύντομα μπορούμε, πόσο δίκιο έχει να διαμαρτύρεται, και μάλιστα γραπτώς, όπως μας εκμυστηρεύεται πως έχει κάνει, σε μια προσπάθειά του αποκατάστασης του δικαίου.

Στη Μακεδονική Βιβλιοθήκη της Εταιρίας Μακεδονικών Σπουδών, (τεύχος 49 του 1976) δημοσιεύτηκε η εργασία του Δημήτρη Σαμσάρη «Ιστορική Γεωγραφία της Ανατολικής Μακεδονίας κατά την Αρχαιότητα». Εκεί διαβάζουμε πως η κύρια αρτηρία της Εγνατίας οδού, που ερχόταν από τα στενά της Ρεντίνας, ακολουθώντας τα αχνάρια του αρχαίου παραλιακού δρόμου - τον ίδιο που είχαν χρησιμοποιήσει παλιότερα ο Ξέρξης, ο Μαρδόνιος, ο Βρασίδας κ.α. -περνούσε το Στρυμόνα κι έφτανε στην Αμφίπολη. Παρά την παντελή απουσία από ίχνη της οδού, συνεχίζει η εργασία, φαίνεται πολύ πιθανό ότι αυτή, αφήνοντας την Αμφίπολη και κατευθυνόμενη προς Φιλίππους, στρεφόταν προς ΒΑ και περνούσε βορείως του Παγγαίου και του έλους των Φιλίππων, ακολουθώντας δηλαδή τα χνάρια του αρχαίου δρόμου Αμφίπολης - Φιλίππων, που είχαν κατασκευάσει οι Μακεδόνες και τον οποίο είχε χρησιμοποιήσει ως ένα σημείο ο Μ. Αλέξανδρος στην εκστρατεία εναντίον των Τριβαλλών. Η ανακάλυψη ενός μιλιαρίου στο χωριό Πρώτη, που απέχει λίγα χιλιόμετρα απ’ την Αμφίπολη, έρχεται να επιβεβαιώσει την πορεία της Εγνατίας απ’ εδώ, μαζί και με άλλες ενδείξεις, που επισημάνθηκαν κοντά στους Φιλίππους. Αφού διέσχιζε την κοιλάδα του Αγγίτη, ακολουθώντας περίπου την κατεύθυνση του σημερινού δρόμου Παλαιοκώμης- Κορμίστας, έφτανε στον ποταμό Ζυγάκτη, τον περνούσε από μια τοξωτή γέφυρα (του Κούροβου), άλλαζε κατεύθυνση και αντί να συνεχίσει προς Δράμα-Δοξάτο, όπως κάνει ο σημερινός δρόμος, στρεφόταν ανατολικά, περνούσε τα χωριά Μαυρολεύκη, Καλαμπάκι, Αγ. Αθανάσιο και πλάι από τα έλη έφτανε κοντά στους Φιλίππους. Εκεί, δυο περίπου χιλιόμετρα πριν από την είσοδό της στην πόλη, περνούσε κάτω από μια αψίδα θριάμβου, διέσχιζε τον ποταμό Γαγγίτη, κοντά στις σημερινές Κρηνίδες, κι έμπαινε τέλος στην πόλη από την πύλη της Αμφίπολης, διασχίζοντας αυτήν μέσα από το φόρουμ. Η απόσταση ανάμεσα στην Αμφίπολη και στους Φίλιππους ήταν περί τα 32 με 33 μίλια. Εν συνεχεία, η Εγνατία, ακολουθώντας τα ίχνη αρχαίου δρόμου Θασίων - Δατηνών (σημερινός δρόμος Φιλίππων – Καβάλας), ύστερα από πορεία 10-12 μιλίων ενώνονταν στην κορυφή του Συμβόλου με τον αρχαίο δρόμο της Πιερίδας, παρέκαμπτε τους γκρεμούς του βουνού κι έμπαινε στην Νεάπολη(Καβάλα). Από τη Νεάπολη ακολουθούσε το σημερινό δρόμο Καβάλας – Ξάνθης, έφτανε μετά από 9 μίλια στο Ακόντισμα, διέσχιζε την πεδιάδα της σημερινής Χρυσούπολης και, περνώντας το Νέστο, συνέχιζε για τη Θράκη. (βλέπε χάρτη).

 

map_k.jpg

 

Σύμφωνα, λοιπόν, με την περιγραφή αυτή, ο δημοσιογράφος μας δεν έχει δίκιο να διαμαρτύρεται. Η Εγνατία δεν παρέκαμπτε «δήθεν» το Παγγαίο. Από κάποιο σημείο και μετά το παρέκαμπτε πράγματι.

Το ίδιο όμως πόνημα του Σαμσάρη, φαίνεται να δικαιώνει τον Κυριαζίδη στο θέμα της Σκαπτής Ύλης. Μολονότι παραδέχεται πως δεν υπάρχει ομοφωνία μεταξύ των ερευνητών, εν τούτοις αρκετοί διάσημοι από αυτούς την υποθέτουν στα πέριξ μέρη. Ο Casson αναζητά τη θέση της στους νότιους πρόποδες του Παγγαίου, κοντά στην παραλία, και αναγνωρίζει ίχνη των αρχαίων μεταλλείων της στις Ασημότρυπες, κοντά στη σημερινή Μεσορόπη. Τα επιχειρήματά του, όμως, ο Σαμσάρης δεν τα θεωρεί πειστικά και κρίνει πιο σωστή τη γνώμη τού Perdrizet, ο οποίος υποστηρίζει πως η ετυμολογία του ονόματος είναι αυτή που θα οδηγήσει στην ταύτιση του τόπου της Σκαπτής Ύλης. Έτσι, με βάση τη σκέψη αυτή, αναγνωρίζει τη θέση της στις ανατολικές πλευρές του Παγγαίου, τις πιο δασωμένες, κοντά στο Μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας.

Αλλά από το 1976 έχουν περάσει χρόνια και πολλά έχουν αλλάξει. Γιατί, πράγματι, ο περιπατητής που θα επιχειρήσει ανάβαση στο Παγγαίο, για παράδειγμα, από το μονοπάτι της Νικήσιανης, (χωριό γειτονικό στο Παλαιοχώρι), θα βρει ασημένια γη - ασημόπετρες - κάτω από τα πόδια του. Και το μονοπάτι της Εικοσιφοίνισσας που οδηγεί στο βουνό ονομάζεται «Ο δρόμος του χρυσαφιού». Μόνο που η δύσπιστη και ανήσυχη έρευνα, αυτή που πρεσβεύει πως η περιοχή δεν ανταποκρίνεται στην «αντίκρυ της Θάσου» ιστορική μαρτυρία, (μάλλον η Λήμνος και το Άγ. Όρος είναι αντίκρυ στο Παγγαίο παρά η Θάσος, η οποία ούτε καν είναι ορατή από τα ανωτέρω σημεία), πρόσθεσε στον προβληματισμό και νέες υποψήφιες τοποθεσίες. Περιοχές της Λεκάνης, του Συμβόλου, ακόμα και του ίδιου του Παγγαίου, και πολύ εντυπωσιακότερα ως έκταση ορυχεία από αυτά της Νικήσιανης έχουν ήδη βρεθεί. Άλλωστε ο πλούτος των ορυχείων της Νικήσιανης είχε πιθανότατα εξαντληθεί, στο κυριότερο τουλάχιστον μέρος του, από τους Πέρσες και τους Αθηναίους, και δεν ήταν αυτός που χρηματοδότησε τα σχέδια του Φίλιππου και του Αλέξανδρου. Από την άλλη, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η επιμήκης οροσειρά που ονομάζουμε σήμερα Σύμβολο στην αρχαιότητα θεωρούνταν τμήμα του Παγγαίου κι έτσι θα καταγραφόταν στις τότε μαρτυρίες. Όποιος, επομένως, αναζητεί κάτι σε γεωγραφική θέση που οι αρχαίοι ονόμαζαν Παγγαίο, δεν μπορεί παρά να συμπεριλάβει στην έρευνά του και την περιοχή του Συμβόλου.

Το σίγουρο είναι πως αυτό που το 1976 μας λέει ο Σαμσάρης ισχύει ακόμα. Δεν υπάρχει ομοφωνία. Κανείς σήμερα, ιστορικός, μελετητής, αρχαιολόγος, δεν μπορεί να υποδείξει με σιγουριά τον τόπο της Σκαπτής Ύλης. Το μυστικό του Παγγαίου παραμένει ακόμα κρυφό, προστατευμένο, ίσως, απ’ τους αρχαίους θεούς του βουνού, που αφήνουν στην αμφιβολία, εκτός από τους σοβαρούς επιστήμονες, και τους ανεύθυνους χρυσοθήρες, οι δυναμίτες των οποίων επανειλημμένα και άσκοπα πληγώνουν και καταστρέφουν την πραγματικά πολύτιμη αρχαιολογική του περιουσία.

Εφ’ όσον, λοιπόν, τίποτα δεν είναι σίγουρο, ο Κυριαζίδης, αν και κάπως αυθαίρετα, δικαιούται να διεκδικεί την ιστορική περιουσία για λογαριασμό του τόπου του. Στη σελ. 30, βρίσκουμε ένα ακόμα στοιχείο για την περιοχή:

«Σκεφτόμουν να αρχίσω ψάχνοντας υλικό για την περιοχή. Υπήρχε κάπου, ανάμεσα στα ξύλινα ράφια μιας χειροποίητης βιβλιοθήκης, μια μονογραφία για τη σχέση του Μεγάλου Αλεξάνδρου με το Παγγαίο, που την είχε γράψει παλιά ένας δάσκαλος. Εκεί μέσα ισχυριζόταν ότι ο Αλέξανδρος επισκεπτόταν τακτικά τα ορυχεία χρυσού, ενώ ο ίδιος έμενε λίγο παρακάτω, στους Φιλίππους, στα παλάτια τους. Δεν υπάρχει χρυσοθήρας σ’ αυτόν τον κόσμο που να σέβεται τον εαυτό του και να μην έχει αναζητήσει χρυσό στο Παγγαίο. Οι τρύπες από ραβδοσκόπους συναγωνίζονται τις τρύπες των αρουραίων στα χωράφια μας».

Ο δημοσιογράφος, κατ’ εντολή του φίλου και δημάρχου της περιοχής, Λυκούργου, επιθυμεί κάποιο εύρημα που θα αναδείκνυε τη σπουδαιότητα της. Το ανεύρετο ιερό του Διονύσου θα ήταν σίγουρα ότι το καλύτερο. Η εμπλοκή του Ρήσου στην ιστορία, θα γίνει βαθύτερη με τη γνωριμία του με τη φιλόλογο Όλγα Μαρλίδα και κυρίως με τη θετή ανεψιά της, τη Μάχω (Ανδρομάχη). Η πρώτη, με τις γνώσεις της για το μυθικό παρελθόν της περιοχής, θα πυρώσει τη φαντασία και την περιέργειά του, ενώ η μυστηριώδης Ανδρομάχη θα γίνει ο καταλύτης που θα μετατρέψει τον απρόθυμο ερευνητή σε ζηλωτή μιας αγωνιώδους αναζήτησης.

Τα μυστήρια κρύβονται στο βουνό. Κάπου εκεί το χαμένο ιερό, κάπου εκεί και δυο πρόσωπα από καιρό εξαφανισμένα. Ο πρώτος, ο νονός του Κυριαζίδη, χαμένος πριν από χρόνια, και ο δεύτερος και πιο πρόσφατος, ο Μάριος Δεμώνης, άνθρωπος με σημαντική θέση στη ζωή της Μάχως που τον αναζητά απεγνωσμένα. Η έρευνα του δημοσιογράφου για τους αγνοούμενους, η εύρεση των οποίων προοιωνίζεται συνδεδεμένη με το ιερό του θεού, ξεκινά από τη Θεσσαλονίκη.

«Απ’ το χωριό μέχρι τη Θεσσαλονίκη η απόσταση είναι περίπου εκατόν πενήντα χιλιόμετρα. Η διαδρομή από τα χωριά του Παγγαίου μέχρι την Αμφίπολη είναι όντως γοητευτική, κάπου εδώ ακουμπούσε και η παλιά Εγνατία οδός: Ροδολίβος, Πρώτη, Παλαιοκώμη. Κοντά στο χωριό Νέο Σούλι βρέθηκε ένα μιλιάριο με επιγραφή από την Αμφίπολη, και με βάση αυτό το μιλιάριο ξεσχίστηκαν κάποιοι αρχαιολόγοι να ξεστρατίσουν την Εγνατία από τα δικά μας κατατόπια, όπως τα λέγαμε… Μετά τον αρχαιολόγο Ανδρόνικο και την ανακάλυψη της Βεργίνας, κάθε χωριό και βουναλάκι ευελπιστούσε στη σημαντικότερη ανακάλυψη των αιώνων. Ακολούθησε μια περίοδος τρομερής αναβάθμισης των αρχαιολόγων ως προσωπικοτήτων. Δυστυχώς οι χρυσοί τάφοι λιγόστευαν» σελ. 65.

Στη Θεσσαλονίκη θα έρθει σ’ επαφή με μια περίεργη ομάδα δραματοθεραπείας, τα μέλη της οποίας συνηθίζουν να «προσφεύγουν σε μυθολογικές αναπαραστάσεις σε ιερά και βωμούς και παρεμφερείς χώρους…Η δραματοθεραπεία χρωστάει πολλά στο αρχαίο θέατρο, όμως αυτές οι ομάδες αναπαράστασης είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Το Παγγαίο βρίσκεται πάντα πρώτο ανάμεσα στους τόπους όπου προσφεύγουν τέτοιες ομάδες». σελ. 79. Επίσης με το γιατρό που σχετίζεται μ’ αυτά, τον Ηλία Παραντίδη, ο οποίος του αναφέρει πως: «λατρεύει τα μέρη μου, πέρυσι είχε ανεβεί για σκι στην κορυφή του Παγγαίου, όμως τελευταία προτιμάει τα ξένα θέρετρα, γιατί είναι πιο παγωμένα και πιο οργανωμένα*». σελ 96.

Ένα νέο ερέθισμα στον απογοητευμένο από την κουραστική και αδιέξοδη έρευνα δημοσιογράφο θα δώσει η φιλόλογος, ερμηνεύοντάς του σημεία από την έξοδο της ομώνυμης τραγωδίας του Ευριπίδη. Αυτό αναμοχλεύει όχι μόνο το ενδιαφέρον του Ρήσου, αλλά και του αναγνώστη, που η κάθε σελίδα του βιβλίου τον βρίσκει ολοένα και πιο απορροφημένο στην διαδραματιζόμενη ιστορία.

«Και σε ρωτάω Ρήσο. Που είναι αυτό το ιερό του ανθρωποδαίμονος; Έχει καμιά σχέση με τα άλλα ιερά του Παγγαίου και με το διαμφισβητούμενο Ιερό Τρίγωνο; Σίγουρα δεν έχουμε στοιχεία, σίγουρα όμως είναι αρκετές οι τοποθεσίες που διεκδικούν όλα αυτά τα ιερά και το μαντείο. Ο νονός σου κάτι ήξερε που πήγε και κλείστηκε σε ένα απ’ αυτά, σε ποιο όμως, είχε βρει άραγε το αληθινό; Εμπρός, κύριε Ρήσο! Πάρε τα βουνά και τα σκιερά φαράγγια! Να ‘σαι σίγουρος ότι κάπου εκεί βρίσκεται και ο διακαής πόθος σας. Το ιερό του Ρήσου, που δεν πιάνει τίποτα μπροστά στο μαντείο του Διονύσου…».

Αυτά στην 128 σελίδα. Και στην επομένη:

«Και να ‘σαι σίγουρος, Ρήσο, ότι και ο Ευριπίδης, όσο ζούσε στη Μακεδονία, τα επισκέφθηκε τα μέρη μας. Είδε τις Βάκχες, τις Μιμαλλόνες, τις Κλώδωνες, ομάδες γυναικών που βάκχευαν ακόμη. Άκουσε για τις τελετές. Έτσι, χωρίς τέτοια μέθεξη, δεν θα έγραφε τις Βάκχες. Εδώ πραγματοποιήθηκε η θρησκευτική μεταστροφή του. Επιμένεις ακόμη να παραιτηθείς από την έρευνα; Θέλεις να βρούμε και μια ακόμα σπηλιά όπου εμόνασε ο Ευριπίδης για να αυτοσυγκεντρωθεί; Στην αρχαιολογική ενοποίηση ο ένας χώρος θα οδηγεί στον άλλο, η μια σπηλιά στην άλλη. Κολλάμε και μια έπαυλη για τον εξόριστο Θουκιδίδη και έχετε, Ρήσο μου, το σημαντικότερο αρχαιολογικό πάρκο της Ευρώπης, που θα ανταγωνίζεται και την Ντίσνεϋλαντ». σελ.129.

Τι άλλο θα χρειαζόταν ένα βουνό για να χρησθεί ως ιερό της αρχαιότητας και σημαντικός ιστορικός τόπος. Θράκας ιππέας και Ρήσος, Διόνυσος και Βάκχες, Ευριπίδης και Θουκιδίδης, ο οποίος όντως συνέγραψε εδώ την ιστορία των πελοποννησιακών πολέμων. Και πόσο μεγάλη, πράγματι, η αδημονία του αναγνώστη να φτάσει στην μυθιστορηματική κατάληξη τόσων θεμάτων πάνω στα οποία η πραγματική αρχαιολογική έρευνα αναζητά ακόμα την αλήθεια.

Ο Ρήσος Κυριαζίδης αποφασίζει ν’ ανεβεί στο βουνό μαζί με την Μάχω, για να αναζητήσουν τα δυο εξαφανισμένα πρόσωπα, καθώς και τα πιθανά σημεία του ιερού στο οποίο πιστεύουν πως έχουν καταφύγει. Έτσι, ο Ρήσος, συμβουλεύεται μια έκδοση του δασαρχείου σχετικά με τους δρόμους που οδηγούν στο βουνό. «Παρέκαμψα τους δρόμους που αφορούσαν τους απλούς αναβάτες του χιονοδρομικού κέντρου. Άλλωστε το καλοκαίρι δεν υπήρχε νιφάδα χιονιού στην πίστα. Μπορούσες να φτάσεις ως εκεί παίρνοντας έναν καλό ασφαλτοστρωμένο δρόμο, αλλά δεν έπαυε να είναι μια μονομερής διαδρομή. Η γνωριμία με το στενόμακρο Παγγαίο θα ήταν λειψή μέσα από τον κύριο δασικό δρόμο. Ο μικρότεροι δασικοί δρόμοι, που ξεκινούσαν από διαφορετικά περιφερειακά σημεία, πρόσφεραν εναλλακτικές επιλογές για τους φίλους της ορειβασίας και κάθε λογής φυσιολάτρες.

Τελευταία είχαν ανακαλυφθεί και πολλές βραχογραφίες των προϊστορικών χρόνων, γεγονός που πρόσθετε νέα δεδομένα στην περιδιάβαση του βουνού. Τύχαινε να γνωρίζω την έφορο κλασικών και προϊστορικών αρχαιοτήτων της Καβάλας από παλιά, το θέμα το είχαμε καλύψει επαρκώς τότε στην εφημερίδα. Οι περισσότερες ζωγραφιές απεικόνιζαν καβαλάρηδες, ζώα που τα κυνηγούσαν γραμμωτοί άντρες. Το πιο εντυπωσιακό όμως ήταν ότι τα σπήλαια στα οποία είχαν βρεθεί οι βραχογραφίες αποτελούσαν τόπο κατοικίας. Το φυλλάδιο ήταν εκπληκτικά κατατοπιστικό, αφού, χωρίς να είναι στις προθέσεις του, διαχώριζε ακριβώς τους τύπους διαδρομών για κάθε προορισμό. Το κράτησα». σελ.143-4.

Στο μυθιστορηματικό σώμα συνεχίζουν να εισβάλλουν θέματα που εδώ και πολύ καιρό απασχολούν αρχαιολόγους, ιστορικούς και μελετητές του Παγγαίου. Τα βραχογραφήματα και το χαμένο ιερό είναι μερικά από τα συναρπαστικά μυστικά του βουνού, που περιμένουν ακόμα την αποκάλυψη και την ερμηνεία.

Ο καθηγητής Νικόλαος Μουτσόπουλος που ασχολήθηκε επισταμένα με τα ακιδογραφήματα του Παγγαίου, το 1969 έγραψε για τάφους λαών της νεολιθικής εποχής, που κατοικούσαν σε σπήλαια, στις χαμηλές πλαγιές του βουνού, και πέρασαν από την ιστορία χωρίς ν’ αφήσουν ίχνη, μόλο που «γνώριζαν τις τέχνες των μετάλλων και είχαν μάθει να διαβάζουν καλά τη μυστική γλώσσα των πετρωμάτων, ώστε να επιλέγουν, χωρίς μάταιες ανορύξεις, τις πλούσιες φλέβες». Ο Μουτσόπουλος έβλεπε τα χαραγμένα πάνω στην επιφάνεια των βράχων σχέδια ως μηνύματα που έρχονται από ένα σκοτεινό παρελθόν.

Σκοτεινό πράγματι μυστήριο καλύπτει ακόμα τα παράξενα αυτά σχεδιάσματα πάνω σε γρανίτη ή σε σκληρό ασβεστόλιθο που βρίσκονται κυρίως στο ύπαιθρο, και υποφέρουν κι αυτά από την ανοησία των χρυσοθήρων που τα εκλαμβάνουν ως σημάδια κρυμμένων θησαυρών. Η ενιαία μορφολογία τους τα μαρτυρά ως δημιουργήματα ενός και μόνου λαού. Ο αρχαίοι αυτοί καλλιτέχνες τρυπούσαν με τελείες (βούλες) το περίγραμμα του σχήματος που ήθελαν να αναπαραστήσουν και κατόπιν τις ένωναν, έτσι ώστε να σχηματίζονται οι γραμμές που εμφάνιζαν το τελικό σχέδιο. Κυνηγοί με τόξα και δόρατα, ζώα, αλεπούδες, ελάφια, άλογα, αλλά και παραστάσεις του ήλιου, τον οποίο λάτρευαν ως θεό και, όπως φαίνεται από τα σχέδια, κατέγραφαν τις κινήσεις του. Ο καθηγητής Χρήστος Παπουτσάκης υπέθετε πως οι παλαιότερες βραχογραφίες ανήκουν στην εποχή του χαλκού ενώ οι νεότερες φθάνουν μέχρι τους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους.

Οι ήρωές μας ξεκινούν για την περιπέτειά τους, αρχικά με τζιπ.

«Καθώς στρίβαμε ελικοειδώς, ακολουθώντας την κατεύθυνση της εκάστοτε πλαγιάς, διακρίναμε το χωριό στα χαμηλά και κάθε φορά άλλαζε η γωνία καθώς το βλέπαμε αφ’ υψηλού. Στην αρχή πιο ήπια, ύστερα απότομα. Το κάστρο του Μεγαλέξαντρου, που, ιδωμένο από το κέντρο του χωριού, παρέμενε εμβληματικό μνημείο, χανόταν τώρα κι αυτό, μισογκρεμισμένο στην άκρη του λόφου, σαν μια μικρή χερσόνησος που πάσχιζε να επιβληθεί στην καταπράσινη απεραντοσύνη του κάμπου. Ακριβώς κάτω από το κάστρο, το λατομείο του Μαρλίδα φάνταζε σαν βαθουλωμένη πληγή στην εκχερσωμένη πλαγιά». σελ 167.

Συνεχίζουν με πόδια και μουλάρια, συνοδεία του Χρήστου, οδηγού και γνώστη της περιοχής. Στόχος τους, όπως είπαμε, η ανακάλυψη της σπηλιάς του Διονύσου.

Από την ιστορία γνωρίζουμε πως στο Παγγαίο, μεταξύ των άλλων, ζούσε η άγρια πολεμική και αδούλωτη θρακική φυλή των Σαρτρών. Οι Σάρτρες κατείχαν το καλύτερο μέρος των μεταλλείων του όρους όπως και το φημισμένο Βαρβαρικό (μη ελληνικό) ιερό το Βάκχου. Βάκχος είναι μια από τις πολλές ονομασίες του Διονύσου, κυριότερου θεού της φυλής των Θρακών, στην οποία και κυρίως οφείλεται η ιστορική ταυτότητα του Παγγαίου. Αυτοί είναι που φέρνουν τους Θεούς και τις λατρείες τους κοντά στους Έλληνες. Ο δε Θράκας Διόνυσος, πριν εξελληνιστεί, ήταν ένας ιδιαίτερα άγριος θεός, - έτσι ακριβώς όπως μας τον παρουσιάζει ο Ευριπίδης στην τραγωδία του «Βάκχες» - ενώ το ιερό του, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, βρισκόταν σε υψηλό σημείο του όρους. Μάλιστα, ο λόγιος αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Μοσχόπουλος αναφέρει πως κοντά στην κορυφή του Παγγαίου υπήρχε σπηλιά όπου μέχρι το πρόσφατο παρελθόν τελούνταν υπερφυσικές τελετές.

Για ακόμα μια φορά λοιπόν γίνεται φανερό πως η ιστορία του Γρηγοριάδη πατάει πάνω σε πολύ γερά ιστορικά θεμέλια. Αλλά ποιο είναι το σημείο στο οποίο θα έπρεπε να επικεντρώσουν την έρευνά τους οι ήρωες του μυθιστορήματος;

«Που όμως βρισκόταν το Μαντείο, το αρχαιότερο από της Δωδώνης και των άλλων μαντείων, όπως αυτό του Αμφιάραου και του Τροφώνιου;», αναρωτιέται και ο μελετητής Κώστας Ορφανίδης στο σύγγραμμά του «ΠΑΓΓΑΙΟ : Το ιερό βουνό μέσα στην ιστορία και τον θρύλο»5.

Δύο θεωρεί ο ίδιος τις πιθανότερες τοποθεσίες. Η μία, το μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας. Είναι συνήθειο όλων των θρησκειών να χτίζουν τα ιερά πάνω ή κοντά στους τόπους των ναών της θρησκείας που προηγήθηκε. Η άλλη είναι η θέση της Νικήσιανης, στην οποία έχουν ανακαλυφθεί σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα. Αυτό ο Ορφανίδης το στηρίζει στα αναφερόμενα του Ευριπίδη για τον Ρήσο: «Παγγαίου πέτραν ώκοισεν». «Πραγματικά», λέει, «δεν υπάρχει ίσως πιο ψηλή και βραχώδης κορφή από εκείνη της Νικήσιανης, που, εάν κανείς αφήσει να κυλήσει μια πέτρα από την περιοχή του Καταφυγίου στο γκρεμό, θα πέσει πάνω από τα πρώτα σπίτια της κοινότητας αυτής».

Στη συνέχεια κάτι ακόμα γνώριμο κάνει την εμφάνισή του στο παρακάτω απόσπασμα.

«Το καταφύγιο ορειβατών«Πεταλούδα»βρέθηκε μπροστά μας στη σωστή στιγμή. Βράδιαζε και θα ήταν δύσκολο να συνεχίσουμε ψηλότερα. Το μικρό κτίσμα, πέτρα και ξύλο η κατασκευή του, είχε δυο δωμάτια με εντοιχισμένα κρεβάτια και μια μικρή κουζίνα με τουαλέτα».

Κάπως έτσι ήταν το ξακουστό στην περιοχή καταφύγιο του Πεταλούδα, στα 1550 μέτρα και χωρητικότητας 25 ατόμων - που όμως δεν διέθετε κουζίνα και νερό - πριν του επιφυλαχθεί η μοίρα που αναφέραμε σε υποσημείωση προηγούμενου κεφαλαίου. Ο ύπνος των τριών θα διακοπεί, καθώς:

«Φωνές, φωνές απ’ έξω μας ξυπνούν. Πολλές φωνές μαζί, πώς να βγεις με μάτια πρησμένα από τον λίγο ύπνο. Μας ζητάνε, η Μάχω δεν είναι στο κρεβάτι της, μάλλον θα τριγυρίζει, ο Γιάννης προσπαθεί να εξηγήσει σε κάποιους ότι δεν χωράνε να μπούνε στο καταφύγιο. Σηκώνομαι όρθιος, δηλαδή παραπατώντας. Γύρω στα επτά οκτώ άτομα είναι, ντυμένα με αθλητικά ρούχα, αλλά ούτε και αυτό ισχύει, κάποιοι φοράνε κάτι πουκαμίσες σαν μανδύες – για όνομα του Θεού, μήπως συνεχίζεται το όνειρο;». σελ 187.

Πρόκειται για τη σχολή δραματοθεραπείας, τον θίασο του Διόνυσου, όπως συστήνεται, που ψάχνει κι αυτή για το ιερό της λατρείας6. Νάτος λοιπόν και ο Βακχικός θίασος που το επόμενο πρωί επιδίδεται αντάμα στην αναζήτηση του ιερού του. Η αναζήτηση αυτή θα τους φέρει όλους στην περίφημη κοιλάδα του Ορφέα, χαρακτηριστική του βουνού, στο κέντρο των υψηλών κορυφών που το περικλείουν ολόγυρα. Το όνομά της το οφείλει στον Ορφέα, διονυσιακή και σχετιζόμενη με το Παγγαίο μορφή, ο γνωστότερος μύθος της οποίας αφορά τον έρωτά του για την Ευριδίκη, νύμφη των δέντρων του Παγγαίου, για χάρη της οποίας κατέβηκε στον κάτω κόσμο σε μια απέλπιδα προσπάθεια να την φέρει πίσω. Το τέλος του - σύμφωνα με την εκδοχή που αναφέρεται στο Συμπόσιο του Πλάτωνα και είναι μία μόνο από τις πολλές - ήρθε όταν ο Διόνυσος έβαλε τις Βάκχες να τον κομματιάσουν και να διασκορπίσουν τα μέλη του στο Παγγαίο, επειδή ήταν λάτρης της μουσικής του Απόλλωνα με τον οποίο και τόλμησε να τον συγκρίνει. Είπαμε, ο Διόνυσος των Θρακών ήταν άγριος θεός.

«Στο βάθος διακρίναμε την αλπική ζώνη, η βλάστηση αραίωνε, η Κοιλάδα του Ορφέα βρισκόταν στο βάθος αχιόνιστη, περιμένοντας τους πάγους για να γλιστράνε στις καμπύλες της οι λάτρεις των χειμερινών σπορ. Κάθε λάτρης στον τόπο του. Και οι λάτρεις του Διονύσου κατά πόδας. Από την Κοιλάδα του Ορφέα μέχρι την κορυφή Μάτι, με τις υπερυψωμένες κεραίες, υπάρχουν τρία χιλιόμετρα ακόμη που δεν είναι για τους ταξιδιώτες που έφτασαν ως εδώ με τροχοφόρα. Χωμένοι σ’ αυτό το μονοπάτι, ελπίζαμε να φτάσουμε στις σπηλιές κάτω από τους κάθετους βράχους. Τα μέλη του θιάσου είχαν αρχίσει τα μουρμουρητά βαδίζοντας χέρι με χέρι, ενώ η Κλαίρη -συγνώμη, η κορυφαία- έδινε κάθε φορά τον τόνο, αυξομειώνοντας τη δική της φωνή με ιαχές όπου κυριαρχούσα τα μακρά κυρίως φωνήεντα». σελ. 195

«Πρώτος ο Γιάννης έδωσε το σύνθημα να σταματήσουμε, καθώς το ξέφωτο μπροστά μας και οι απόκρημνοι βράχοι αποτελούσαν ένα είδος φυσικού τείχους που θα έπρεπε να διαπεράσουμε και ίσως να ερευνήσουμε. Έλατα και οξιές βρίσκονταν κυριολεκτικά σκαρφαλωμένα πάνω στα βράχια, διατηρώντας μια επικλινή θέση. Τίποτε πια στην περιοχή δεν το έβλεπες οριζοντίως. Ακόμη και ο τρόπος που στεκόμασταν, όρθιοι, μας ανάγκαζε να υιοθετούμε μια γερτή κίνηση. Κι όμως, ο Γιάννης πλησίασε στον απροσπέλαστο όγκο των βράχων και άρχισε να εξετάζει με προσοχή τα ανοίγματα με τις σκούρες πτυχώσεις ανάμεσα στα πετρώματα». σελ 196

Στην τραγωδία του Ρήσου, ο Ευριπίδης μας λέει πως ο ανθρωποδαίμονας, (δηλαδή από άνθρωπος θεός της διονυσιακής πομπής), Ρήσος, θα είναι προφήτης του Βάκχου στις βραχώδεις κορυφές του βουνού. Από εκεί θα ομιλεί τα μελλούμενα και θα στέλνει θεία φώτιση στους προφήτες του, στους οποίους έχει ανατεθεί το έργο να συνθέτουν σε στίχους τις άναρθρες κραυγές της Πυθίας του Παγγαίου. Θα βρουν άραγε τη σπηλιά εκεί που την ψάχνουν; Κάτω δηλαδή από τις κορυφές του Τρίκορφου - όπως συνάγεται από την περιγραφή που διαβάζουμε - σε σημεία επισφαλώς προσπελάσιμα, ιδίως από μαθητές σχολών δραματοθεραπείας, οι οποίοι δύσκολα θα τα κατάφερναν χωρίς τη βοήθεια της ποιητικής αδείας.

Η κορύφωση της ιστορίας έρχεται όπως στο αρχαίο δράμα. Ο κεραυνός του από μηχανής θεού θα μετατρέψει σε διαμελισμένο Ορφέα τον εξαφανισμένο Δεμώνη, ενώ ένα τελευταίο στοιχείο διονυσιακής λατρείας, το μόνο ίσως που απουσίαζε έως τώρα, η ωμοφαγία, θα περάσει αθόρυβα τη στιγμή που συμβαίνει, όπως αθόρυβα αντικαταστάθηκε και το αρχαίο αυτό τελετουργικό από το λαοφιλές μυστήριο της Χριστιανικής θρησκείας.

Θα τελειώσουμε με δυο φράσεις της τελευταίας σελίδας του συναρπαστικού αυτού μυθιστορήματος. Ας αφήσουμε αυτές να μας οδηγήσουν στην έξοδο από τη σκηνή μιας ιστορίας, που με τόσο σεβασμό βάδισε πάνω στους μύθους των ανθρώπων που έζησαν κάποτε στον ίδιο τόπο.

«Γύρισα το βλέμμα μου προς τη μεριά του Παγγαίου. Έλαμπε υγρό, καταπράσινο, βλαστερό, πολύχρυσο. Όσο παρέμενε εκεί το πολύκορφο βουνό, κανείς μας δεν κινδύνευε, παίρναμε δύναμη, παίρναμε ορμή».

(Σημ. Αναλύοντας το «Έξω από το σώμα», πιθανόν να συμπεριφερθήκαμε όπως δεν αρμόζει σ’ ένα μυθιστόρημα αλλά σε μια πραγματεία, η οποία, όντως, οφείλει να ελεγχθεί για το σωστό ή το λάθος της. Το μυθιστόρημα δεν είναι υποχρεωμένο ν’ ακολουθεί πιστά, ούτε ν’ αποδεικνύει αδιάψευστα την ιστορική αλήθεια, αν και το καλό μυθιστόρημα, κατά την άποψή μας, δεν μπορεί και να την αγνοεί κατάφωρα, παρά μόνον εάν καταφέρνει ν’ αποδείξει πως γνωρίζει τους κανόνες που παραβιάζει. Ο λόγος για την προσπάθεια ταυτοποίησης των ιστορικών στοιχείων με τα μυθιστορηματικά γεγονότα του μυθιστορήματος του Γρηγοριάδη οφείλεται στην πρόκληση που το ίδιο το σώμα του κειμένου μας επέβαλε, για να μας αποδείξει τελικά πως η κυοφορούσα ιστορία του δεν παρακάμπτει την ιστορική πραγματικότητα παρά μόνο όταν βρίσκει τον τρόπο να το κάνει δημιουργικά.)


4. Κι ας ξεκινήσουν από εδώ οι αντιρρήσεις, καθώς από τα αρχαία ακόμα χρόνια υπήρχε διχογνωμία για το αν ο Ρήσος πρέπει ν’ αποδοθεί στον Ευριπίδη. Σύμφωνα με την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, (Το Στεφάνι και η Λύρα, εκδόσεις Χατζηνικολή, 1983), το έργο ανήκει αναμφισβήτητα στον Κριτία.

5. Παγγαίο πολύδωρον όρος, έκδοση Πολιτιστικού Συλλόγου Ελευθερούπολης, 2000.

6. Δεν μας έτυχε ποτέ να συναντήσουμε κάτι τέτοιο στο Παγγαίο, το απόσπασμα όμως φέρνει στο νου συγγενικές εικόνες από ομάδες λατρείας του δωδεκάθεου, που έχουν δικό τους τόπο συνάντησης στον Όλυμπο, όπου σε τακτές ημερομηνίες και με ανάλογη ενδυμασία διενεργούν τις λατρευτικές τους τελετές.

 

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Διαμαντής Αξιώτης