Η πανίδα του Παγγαίου

του Άρη Χρηστίδη

(Μέλος του ΕΟΣ Καβάλας, μέλος της Εταιρίας Προστασίας Αγρίων Ζώων και Πουλιών και υπεύθυνος ανατολικής Μακεδονίας του κέντρου περίθαλψης άγριων ζώων της Αίγινας.)

1. Τα ζώα

Η θέση του Παγγαίου και οι γύρω απ' αυτό περιοχές όπως έχουν διαμορφωθεί σήμερα, επιδρούν αρνητικά στην πανίδα του βουνού. Το Παγγαίο δεν συνορεύει με άλλα βουνά και μοιάζει με νησί μέσα στον κάμπο που το περιβάλει, με αποτέλεσμα οι πληθυσμοί των περισσοτέρων θηλαστικών που ζουν εκεί να είναι απομονωμένοι.

Αλεπού ((Vulpes vulpes)

Τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει το βουνό, και τα οποία φαίνεται ότι έχουν αντίκτυπο στην πανίδα του, είναι η εκτεταμένη δασοπονία και τα πολλά λατομεία μαρμάρου και σχιστόλιθου, που το έχουν πληγώσει εκτεταμένα και ανεπανόρθωτα. Πολλοί δρόμοι έχουν ανοιχτεί τα τελευταία χρόνια, διαταράσσοντας την ενότητα και το άβατο των δασών και των λοιπών βιοτόπων του βουνού μη αφήνοντας περιθώρια και ζωτικούς χώρους για πολλά ζώα. Ακόμη, ολοένα και περισσότεροι κάτοικοι της γύρω περιοχής καταφεύγουν στο βουνό για αναψυχή συχνά χωρίς όρια και σεβασμό προς αυτό, με αποτέλεσμα η φασαρία και τα σκουπίδια τους να κάνουν δύσκολη τη ζωή των ζώων.

Παρόλα αυτά αρκετά είδη θηλαστικών ζούνε ακόμη εδώ. Αυτό οφείλεται στην ύπαρξη άφθονου νερού σε όλη την περιοχή του βουνού. Η μεγάλη ποικιλία βιοτόπων, τα δάση κωνοφόρων και πλατύφυλλων δέντρων, οι μεγάλες εκτάσεις με θάμνους και χαμηλή βλάστηση, τα ξέφωτα, η αλπική βλάστηση, και οι περιοχές στους πρόποδες που δεν έχουν καλλιεργηθεί, είναι πολύ σημαντικοί παράγοντες για την πανίδα. Ιδιαιτέρως οι περιοχές κοντά στους δεκάδες χείμαρρους, όπου ακόμη υπάρχουν γέρικα δέντρα, βράχια με κοιλώματα και σπηλιές, που παρέχουν καταφύγιο για πολλά είδη ζώων.

Παλαιότερα το εντατικό κυνήγι αποδεκάτισε τον πληθυσμό πολλών ειδών. Τα τελευταία χρόνια απαγορεύεται το κυνήγι σε μέρος της περιοχής. Παρόλο που δεν υπάρχει επαρκής επιτήρηση, τηρείται αυτή η απαγόρευση σε μεγάλο βαθμό από τους κυνηγούς της περιοχής. Αυτό φαίνεται να συμβάλει στην πληθυσμιακή ανάκαμψη κάποιων ειδών που παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια.

Η συστηματική καταγραφή των ειδών που ζουν εδώ δεν έχει γίνει ποτέ. Στο κείμενο αυτό θα αναφερθούν τα είδη που καταγράφηκαν από τον γράφοντα βάση προσωπικών παρατηρήσεων (ημερολόγιο - αρχείο παρατηρήσεων) και από παρατηρήσεις κατοίκων της περιοχής.

Το πιο πολυσύχναστο μεγάλο θηλαστικό της περιοχής είναι η αλεπού (Vulpes vulpes). Ζει παντού σε όλο το βουνό, πλην ίσως της αλπικής ζώνης την οποία όμως επισκέπτεται πολύ συχνά. Ο ασβός (Meles meles) ζει στους πρόποδες του βουνού.

ζαρκάδι (Capreolus capreolus)

Είναι γνωστός και σαν μπουρσούκι στους κατοίκους της περιοχής. Όλοι έχουν να πουν κάτι γι' αυτό το ζώο. Ελάχιστοι όμως στην πραγματικότητα το έχουν δει. Βλέποντας, όμως, τα ίχνη που αφήνει στο πέρασμά του, τα σκαψίματα και τις ζημιές στις καλλιέργειες καλαμποκιών, συνέθεσαν την εικόνα του, που μοιάζει μάλλον με μικρό γουρούνι παρά με ασβό. Ο σκαντζόχοιρος (Erinaceus concolor) είναι ένα άλλο νυκτόβιο θηλαστικό, που ζει στην περιοχή, και κυρίως στους πρόποδες του βουνού. Βάσει μαρτυριών ο αριθμός τους φαίνεται ότι έχει μειωθεί πολύ τα τελευταία χρόνια. Γι' αυτό φταιει μάλλον η ανάπτυξη της γεωργίας και τα φυτοφάρμακα. Η νυφίτσα (Mustela nivalis) ζει σε όλη την έκταση του βουνού εκτός ίσως από την αλπική ζώνη. Είναι νυκτόβιο ζώο αλλά πολλές φορές κυκλοφορεί και τη μέρα. Σε μεγαλύτερη πληθυσμιακή πυκνότητα συναντάται κοντά σε κατοικημένες περιοχές ενώ εγκαταλελειμμένα σπίτια, αποθήκες και στέγες σπιτιών της προσφέρουν καταφύγιο. Είναι συνηθισμένο ζώο στην περιοχή, αν και σπανίως γίνεται αντιληπτό. Ο σκίουρος (Sciurus vulgaris) παλαιότερα από μαρτυρίες υπήρχε σε όλο το βουνό στις δασοσκεπής εκτάσεις αλλά και στα δέντρα, που υπήρχαν στους πρόποδες. Ήταν πολύ συνηθισμένο ζώο. Στην δεκαετία του'70 όμως μειώθηκε πολύ με αποτέλεσμα να γίνει πολύ σπάνιος στην περιοχή. Τα τελευταία χρόνια μάλλον ο πληθυσμός του ανακάμπτει, αφού εμφανίζονται σκίουροι σε περιοχές που δεν υπήρχε πριν. Το κουνάβι (Martes foina) ζει κυρίως στους πρόποδες του βουνού αλλά και ψηλότερα. Είναι νυκτόβιο ζώο και προτιμάει δάση πλατύφυλλων δέντρων και βραχώδης εκτάσεις. Συχνά ζει κοντά σε κατοικημένες περιοχές. Κρύβεται και φωλιάζει σε κουφάλες και κοιλώματα δέντρων, σε πεσμένα δέντρα, σε σπηλιές, ή σε σωρούς από πέτρες κάτω από ορθοπλαγιές. Ο λαγός (Lepus europaeus) παλαιότερα υπήρχε σε όλη την περιοχή στους πρόποδες του βουνού, στην αλπική ζώνη, και όπου αλλού υπήρχαν κατάλληλες γι' αυτόν συνθήκες. Η δημιουργία καλλιεργήσιμων εκτάσεων στους πρόποδες η ολοένα αυξανόμενη ενόχληση, η διάνοιξη πολλών δασικών δρόμων, και το έντονο κυνήγι συχνά χωρίς όρια, συρρίκνωσαν τον πληθυσμό των λαγών. Σήμερα έχει σχεδόν εξαφανιστεί από

σκίουρος (Sciurus vulgaris)

τους πρόποδες, με εξαίρεση την νοτιοδυτική και δυτική πλευρά του βουνού, ενώ δεν είναι σπάνιος στην αλπική ζώνη. Το αγριογούρουνο (Sus scrofa) παλαιότερα (μεταπολεμικά) υπήρχε σε αφθονία σε όλη την έκταση του βουνού. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, κάτοικοι της περιοχής είχαν εξημερώσει αγριογούρουνα και τα διατηρούσαν σε ημιάγρια κατάσταση για το κρέας τους. Στις μέρες μας ο άγριος πληθυσμός τους φαίνεται πως ανακάμπτει μετά την δραματική μείωση που υπέστη την δεκαετία του '70 και '80. Αυτό οφείλεται πιθανώς στην απαγόρευση του κυνηγίου σε μεγάλο μέρος του βουνού καθώς και την στροφή των κυνηγών προς άλλα βουνά, μιας και τα θηράματα στο Παγγαίο είχαν λιγοστέψει πολύ. Ο λύκος (Canis lupus) εξακολουθεί να ζει στο βουνό. Ελάχιστα άτομα αποτελούν τους μόνιμους κατοίκους του. Υπάρχει όμως επικοινωνία του πληθυσμού με γειτονικούς πληθυσμούς όπως του όρους Λιμνιά και το Σύμβολο. Μερικές φορές κατεβαίνουν ως τον κάμπο ψάχνοντας να βρουν τροφή, κυρίως μοναχικά άτομα συνήθως νεαρά αρσενικά. Το ζαρκάδι (Capreolus capreolus) επίσης αφθονούσε στην περιοχή. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '80 υπάρχουν ενδείξεις ότι ζούσε ακόμη στο βουνό. Από τότε όμως δεν υπάρχουν άλλες ενδείξεις. Η μεγάλη πίεση του απομονωμένου αυτού πληθυσμού από την ενόχληση και το έντονο κυνήγι επέδρασε αρνητικά στην εξάπλωση του είδους. Πιθανώς λίγα ακόμη ζαρκάδια απομένουν στην βόρεια και δυτική πλευρά του βουνού αλλά είναι δύσκολο να εντοπιστούν, ενώ έχει εξαφανιστεί από περιοχές που υπήρχε σε αφθονία. Ο αγριόγατος (Felis silvestris) είναι ένα άλλο ζώο που παλαιότερα υπήρχε στο βουνό. Δεν υπάρχουν, όμως, ενδείξεις για την εξάπλωσή του, ούτε για την ιστορία του είδους εδώ. Ακόμη δεν υπάρχουν παρατηρήσεις ζωντανών ατόμων ούτε ενδείξεις για την ύπαρξή του. Αυτό οφείλεται στην μυστικότητα που τον διακρίνει. Μόνη απόδειξη ότι ζει ακόμη εδώ είναι μερικά σκοτωμένα άτομα, που σκοτώθηκαν τα τελευταία χρόνια από αυτοκίνητο στους πρόποδες. Πιθανώς ζουν περισσότεροι στην βόρεια και δυτική πλευρά του βουνού, αφού αυτή είναι πιο δασωμένη και ήσυχη.

 

Γερακίνα (buteo buteo)

 

2. Τα πουλιά

 

Η ορνιθοπανίδα του Παγγαίου είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Αυτό λόγω της ποικιλίας των βιότοπων που παρέχει (ορθοπλαγιές, αλπικά λιβάδια, δάση, ξέφωτα, χαράδρες και άφθονο νερό, ακαλλιέργητες εκτάσεις στους πρόποδες). Καθοριστικό ρόλο στην ποικιλία της ορνιθοπανίδας καθώς και στον εμπλουτισμό της, αποτελεί η θέση που βρίσκεται, και κυρίως η θέση του όρους σε σχέση με τον ποταμό Στρυμόνα που αποτελεί, με την κοιλάδα που σχηματίζει, κύρια μεταναστευτική οδό για τα πουλιά. Γι' αυτό και το Παγγαίο βρίσκεται στη λίστα των σημαντικότερων περιοχών για τα πουλιά της ελληνικής ορνιθολογικής εταιρείας.

πετρίτες (falco peregrinus)

Από διηγήσεις κατοίκων της περιοχής, στο πρόσφατο παρελθόν (μεταπολεμικά) εδώ φωλιάζανε όρνεα (gyps fulvus), ασπροπάριδες (neophron percnopterus), πλήθος αρπακτικών όπως χρυσαετοί (aquila chrysaetos), φιδαετοί (circaetus gallicus), πετρίτες (falco peregrinus), διπλοσάινα (accipiter gentilis), γερακίνες (buteo buteo), μπούφοι (bubo bubo), και πλήθος γερακιών, και νυκτόβιων πουλιών. Στους πρόποδες του βουνού, σε κατοικημένες περιοχές, φωλιάζανε πελαργοί (ciconia ciconia) "λελέκια" για τους ντόπιους. Τους καλοκαιρινούς μήνες υπήρχαν άφθονοι συκοφάγοι (oriolus oriolus). Σήμερα οι περισσότερες εκτάσεις γύρω απ’ το βουνό αποτελούν καλλιεργήσιμη γη στην οποία δεν υπάρχουν πια τα δέντρα, που παρείχαν καταφύγιο και τροφή γι' αυτά τα πουλιά, τα οποία και σπανίζουν σήμερα στην περιοχή.

Πολλές μπεκάτσες (scolopax rusticola) και άλλα συγγενικά είδη έβρισκαν καταφύγιο στα υγρά δάση της περιοχής. Οι φάσες (columba palumbus) και τα φασοπερίστερα (columba oneas) τον χειμώνα και τα τρυγόνια (streptopelia turtur) το καλοκαίρι αφθονούσαν, ενώ πλήθος πάπιες και χήνες σταματούσαν στους πρόποδες για να ξεκουραστούν και να τραφούν στα σιτοχώραφα κατά τις μεταναστεύσεις και μετακινήσεις τους.

Όλα αυτά όμως ανήκουν στο παρελθόν. Σήμερα ο πληθυσμός των πελαργών δεν ξεπερνά τα 15 ζευγάρια στην περιοχή, μάλλον με μια τάση αύξησης. Πετρίτες (falco peregrinus) και Σταυραετοί (hieraaetus pennatus) φωλιάζουν στα απόκρημνα βράχια που υπάρχουν σποραδικά στο βουνό. Ακόμα υπάρχουν 2-3 ζευγάρια χρυσαετών (Aquila chrysaetos), που φωλιάζουν στην βόρεια και δυτική πλευρά του βουνού.

Σταυραετός (hieraaetus pennatus)

Τα βραχοκιρκίνεζα (falco tinnunculus) ή "κιρκινέζια" και οι γερακίνες (buteo buteo) ή "καρτάλια" για τους ντόπιους, είναι τα συνηθέστερα αρπακτικά. Τα βραχοκιρκίνεζα φωλιάζουν κυρίως στους πρόποδες, συχνά κοντά ή μέσα σε κατοικημένες περιοχές, ενώ οι γερακίνες συνήθως σε μεγαλύτερο υψόμετρο σε ορθοπλαγιές.

Πλούσια είναι και η ορνιθοπανίδα της νύχτας. Τα βράδια του καλοκαιριού απ' άκρη σ' άκρη του βουνού αντηχεί η φωνή του γκιώνη (otus scops). Κουκουβάγιες (athene noctua) και πεπλόγλαυκες (tyto alba) φωλιάζουν στα αμέτρητα ερειπωμένα, και ακατοίκητα σπίτια των χωριών στους πρόποδες. Ο πληθυσμός τους όμως έχει ελαττωθεί πολύ, πιθανώς από την χρήση χημικών φυτοφαρμάκων και εντομοκτόνων.

Οι χουχουριστές (strix aluco) στοιχειώνουν με την φωνή τους την ησυχία των δασών οξιάς σαν φαντάσματα, ενώ οι νανόμπουφοι (asio otus) φωλιάζουν στα πευκοδάση λίγο χαμηλότερα. Συχνά κάνουν την εμφάνιση τους και οι μπούφοι (bubo bubo) αν και δεν είναι τόσο συνηθισμένοι κάτοικοι του βουνού. Δεν είναι σπάνιο να δει ή να ακούσει κανείς πετροπέρδικες (alectoris graeca) στην αλπική ζώνη του βουνού, ενώ περιστασιακά κατεβαίνουν μέχρι τους πρόποδες, σε ορθοπλαγιές κοντά στην κορυφή φωλιάζει ο κόρακας (corvus corax).

Χαλκοκουρούνες (coracias garrulus), δενδρογέρακα (falco subbuteo), κούκοι (cuculus

canorus), γαιδουροκεφαλάδες (lanius minor) και άλλα είδη κεφαλάδων, αηδόνια (luscinia megarhynhos), κουφαηδόνια (cercotrichas galactotes) και λιοτσιρίδες (hippolais olivetorum) συμπληρώνουν την εικόνα της ορνιθοπανίδας στους πρόποδες. σε μεγαλύτερο υψόμετρο αρκετά είδη δρυοκολαπτών βρίσκουν καταφύγιο, όπως η πρασινοτσικλητάρα (picus viridis), η σταχτοτσικλητάρα (picus canus), η μεσοτσικλητάρα (dendrocopus medius), ενώ η σπάνια μαυροτσικλητάρα (dryocopus martius) κρύβεται στα πιο απόμερα και απάτητα δάση στο βορειοδυτικό μέρος του βουνού.

 

3. Τα ερπετά και τα αμφίβια

 

Τα ερπετά είναι ποικιλόθερμα ζώα, που σημαίνει ότι την θερμοκρασία του σώματός τους την παίρνουν από το περιβάλλον. Αγαπούν πολύ τη ζέστη. Αυτός είναι και ο λόγος που ο βιότοπός τους χαρακτηρίζεται από χαμηλή βλάστηση και πέτρες, ώστε να έρχονται εύκολα και συχνά σε επαφή με τον ήλιο από τον οποίο παίρνουν ενέργεια. Συχνά βλέπουμε να λιάζονται, συνήθως φίδια και σαύρες πάνω σε βράχους.

Στο Παγγαίο συναντάμε δύο είδη χελώνων. Τη λιβαδοχελώνα, (Testudo hermanni) και τη γραικοχελώνα (Testudo graeca). Τα δύο είδη οι κάτοικοι της περιοχής δεν τα διαχωρίζουν μιας και μοιάζουν πολύ, και είναι γνωστά σαν χελώνες.

Το Παγγαίο αποτελεί πολύ καλό βιότοπο για πολλά είδη φιδιών. Όλα τα φίδια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σαν ωφέλιμα, μιας και τρέφονται με έντομα και τρωκτικά, που προκαλούν ζημιές στην γεωργία και την σοδειά τους. Εξάλλου από τα φίδια, που ζουν στην περιοχή, μόνο η οχιά έχει δηλητήριο και θέλει προσοχή, όταν τη συναντήσει κανείς. Οι κάτοικοι δεν το γνωρίζουν αυτό και θεωρούν τα περισσότερα είδη δηλητηριώδη.

Τα φίδια ζουν κυρίως στις χαμηλότερες περιοχές (κάτω από τη ζώνη της οξιάς) όπου υπάρχει χαμηλή βλάστηση και θάμνοι. Αλλά και στα ξέφωτα, που βρίσκονται ψηλότερα, δεν είναι σπάνιο να δει κανείς φίδι. Το κονάκι (Anguis fragilis) είναι ένα από τα φίδια που απαντάται, και θεωρείται δηλητηριώδες. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι ήσυχο και δειλό φίδι, που δεν αντιδρά επιθετικά ακόμη κι αν το πιάσει κανείς. Ο οφιόμορος (Ophiomorus punctatissimus) είναι ένα ακόμα φιλήσυχο φίδι, που περνά απαρατήρητο και είναι εντελώς άγνωστο στους κατοίκους της περιοχής, λόγω του μικρού του μεγέθους, που σπανίως ξεπερνά τα 20 εκατοστά. Στην πραγματικότητα τα δύο αυτά είδη δεν είναι καν φίδια αλλά άποδες σαύρες. Ο τυφλίτης (Ophisaurus apodus) είναι το πιο συνηθισμένο φίδι στην περιοχή, ήσυχο, μονόχρωμο και σκούρο. Η Σαΐτα (Columber najadum) είναι μάλλον το πιο παρεξηγημένο φίδι της περιοχής. Πρόκειται πολύ γρήγορο και νευρικό στις κινήσεις του και αυτή είναι η αιτία που θεωρείται δηλητηριώδες και επιθετικό. Ακόμα δύο είδη λαφιατών απαντιούνται εδώ, ο Elaphe longissima και το Elaphe quatrolineata. Άλλος ένας εκπρόσωπος της οικογένειας των λαφιατών που ζει στην περιοχή είναι το σπιτόφιδο (Elaphe situla). Ακόμα συναντιέται η δενδρογαλιά (Columber gemonensis), τo χωραφόφιδο (Columber caspius), το αγιόφιδο ή γατόφιδο (Telescopus fallax), ο σαπίτης ή σαυρόφιδο (Malpolon monspessulanus) και το νερόφιδο (Natrix natrix). Τέλος η οχιά (Vipera ammodytes) το μοναδικό δηλητηριώδες φίδι της περιοχής. Δεν είναι κοινό είδος εκτός από μερικές τοποθεσίες. Χαρακτηριστικός βιότοπος για την οχιά είναι οι ξηρικές βραχοπλαγιές, με μικρό σχετικά υψόμετρο, και χαμηλή βλάστηση.

Πολλές είναι και οι σαύρες που ζουν στην περιοχή. Καταγραφή τους δεν έχει γίνει ποτέ. Σίγουρα όμως υπάρχουν πέντε είδη που ονομάζονται αδιακρίτως από τους κατοίκους γουστέρες ή με ονόματα που δηλώνουν το χρώμα τους, όπως καφέ σαύρα ή πράσινη γουστέρα κ.α.. Η Αμμόσαυρα (Lacerta agilis), η μεγάλη πρασινογουστέρα (Lacerta trilineata), η πρασινογουστέρα (Lacerta viridis), η βαλκανόσαυρα ή ταυρική γουστέρα (Podarcis taurica) και η Αιγαιόσαυρα (Podarcis erhardii).

Σίγουρα υπάρχουν και άλλα είδη που δεν έχουν εντοπιστεί, αφού δεν έχει γίνει καμία μελέτη σχετικά με την ερπετοπανίδα της περιοχής.

Στα δάση της οξιάς ζει η σαλαμάνδρα (Salamandra salamandra) γνωστή σε όλους, μαύρη με κίτρινες κηλίδες. Ακόμα στους πρόποδες συναντάται ο μικροσκοπικός δεντροβάτραχος (Hyla arborea), οι φρύνοι (Bufo bufo) και (Bufo viridis), ο λιμνοβάτραχος (Rana ridibunda) στους πρόποδες και ο ρυακοβάτραχος ή γραικοβάτραχος (Rana graeca) στους πρόποδες αλλά και ψηλότερα και ο κιτρινογάστορας φρύνος (Bombina variegata) αλλά είναι δύσκολο να εντοπιστεί.