Από αυτούς θα γίνονταν δεκτοί μόνο οι 450 πρώτοι, που θα προλάβαιναν να εγγραφούν, και οι οποίοι θα χρέωναν την πιστωτική τους κάρτα με το ποσόν συμμετοχής των 40 ευρώ. Ένα μόλις χρόνο πριν η ίδια διαδικασία είχε κρατήσει κάποιες εβδομάδες. Εκείνη τη μέρα κράτησε μόνο τρεισήμισι ώρες, κι αυτό επειδή οι μαζικές εγγραφές μπλόκαραν το σύστημα της τράπεζας που δεχόταν το ποσό. Χωρίς αυτό το τεχνικό πρόβλημα η συμπλήρωση των 450 θέσεων θα είχε ολοκληρωθεί μέσα σε λίγα λεπτά.
Κάποτε τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Ο “μικρός”, όπως πια λέγεται, μαραθώνιος του Ολύμπου, του Ε.Ο.Σ. Θεσσαλονίκης, αν και για πολλά χρόνια ο μοναδικός ορειβατικός αγώνας στην επικράτεια, δεν είχε φτάσει ποτέ τους 200 δρομείς. Το 2009, στην 23η του διοργάνωση, εν μέσω πλήθους αγώνων, οι δηλώσεις συμμετοχών ανήλθαν στις 440, γεγονός που ανάγκασε σε αλλαγή διαδρομής και αύξησε κατά 4 τα 36 καθιερωμένα χιλιόμετρά του.
Τον τελευταίο καιρό γινόμαστε μάρτυρες ενός πρωτοφανούς φαινομένου. Ορεινοί αγώνες ξεφυτρώνουν συνεχώς, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ολοένα κα
Μαζί με τους αριθμούς συμμετοχών έχουν έρθει και τα ρεκόρ. Οι χρόνοι που πια επιτυγχάνονται από γυναίκες και άντρες, δείχνουν πως, ερασιτέχνες ή όχι, οι δρομείς παίρνουν στα σοβαρά το άθλημά τους. Η ζωή τους προσαρμόζεται στις προπονητικές τους απαιτήσεις και η οικογένειά τους καλείται να συνταιριάξει ανάλογα στα προγράμματά τους. Δύσκολα θα τους δεις να αγωνίζονται με τα περισσεύματα της ντουλάπας τους, με φόρμες από τη λαϊκή ή με παπούτσια που πνέουν τα λοίσθια. Στις αφετηρίες των αγώνων θα αναγνωρίσεις τα πιο σοφιστικέ υποδήματα της αγοράς και τον πιο σύγχρονο ρουχισμό. Οι επιδόσεις τους αποδεικνύουν πως δεν πρόκειται ακριβώς για κοκεταρία, αλλά γι’ αυτό που είπαμε πριν. Το παίρνουν στα σοβαρά. Τα αθλητικά μαγαζιά εισάγουν συνεχώς ειδικευμένα εμπορεύματα, καινούργια περιοδικά και σάιτ εμφανίζονται στο χώρο, προπονητές καλούνται να επινοήσουν προπονητικά προγράμματα για αποστάσεις αδιανόητες λίγα χρόνια πριν, ενώ ορθοπεδικοί μένουν αμήχανοι απέναντι σ’ ερωτήσεις που αφορούν προβλήματα τα οποία εμφανίζονται μετά από 80 χιλιόμετρα ή 10 ώρες συνεχούς τρεξίματος.
Και το φαινόμενο δεν σταματά εδώ. Ακόμα μικρότερες ηλικίες ετοιμάζονται να εισέλθουν στο χώρο, για να θέσουν νέες προδιαγραφές και νέα ρεκόρ. Βρισκόμαστε μάλλον στην ανατολή ενός νέου τρόπου ζωής, ο οποίος, όπως και σε άλλα πράγματα, ακολουθεί με διαφορά δεκαετιών αυτό που στις δυτικές χώρες είναι κοινός τόπος. Έναν αθλητισμό που δεν αφορά μόνο μια ντουζίνα νεαρούς επαγγελματίες, αλλά μεγάλες μάζες του πληθυσμού, κάθε φύλου και ηλικίας.
Ορειβασία και ορεινό τρέξιμο. Συγγενείς ή ανταγωνιστές;
Καθώς το φαινόμενο του ορεινού τρεξίματος είναι σχετικά πρόσφατο, λίγα πράγματα μπορούν να ειπωθούν με σιγουριά. Το βέβαιο είναι πως το τρέξιμο γνωρίζει πρωτοφανή άνθηση, τη στιγμή που ο μέσος όρος ηλικίας των ορειβατών μάλλον αυξάνει (για την αναρρίχηση τα πράγματα είναι περισσότερο απογοητευτικά). Θα μπορούσε, λοιπόν, να συμπεράνει κάποιος πως το τρέξιμο απορροφά από την ορειβασία. Από την άλλη μεριά ίσως υποστηριχτεί πως, αντίθετα, η ανάγκη της φυσικής υποδομής που απαιτείται για τους ορεινούς αγώνες θα στρέψει αρκετούς αθλητές στην ορειβασία.
Και οι δυο εκτιμήσεις είναι επισφαλείς. Δεν υπάρχει καμιά έρευνα που να δείχνει ότι το τρέξιμο αντλεί από τη δεξαμενή της ορειβασίας, ούτε έχει παρατηρηθεί σημαντική εκροή ορειβατών προς τους αγώνες. Φαίνεται πως οι ορειβάτες αντιμετωπίζουν το ορεινό τρέξιμο ως μια επιπρόσθετη δραστηριότητα, που δεν τους αποκόβει από τους συλλόγους τους. Ούτε όμως η εκπληκτική αύξηση των δρομέων έχει συνοδευτεί από εισροή νέων μελών σε ορειβατικά σωματεία. Ο λόγος: Μπορεί το τερέν να είναι το ίδιο για αμφότερα τα αθλήματα, η φιλοσοφία τους όμως είναι διαφορετική.
Για να οδηγηθούμε σε ασφαλέστερα συμπεράσματα πρέπει να μείνουμε στα δεδομένα κι όχι στις υποθέσεις. Και τα δεδομένα δείχνουν πως μεγάλος αριθμός δρομέων της ασφάλτου – δηλαδή ανθρώπων που έτσι κι αλλιώς δεν είχαν σχέση με την ορειβασία – μεταπηδά κι επιλέγει όλο και περισσότερο τους αγώνες βουνού, και πως όλο και πιο μικρές ηλικίες άτομα δηλαδή που δεν ήταν μέλη ορειβατικών συλλόγων, ούτε και υπήρχαν ενδείξεις πως θα γίνονταν ποτέ – έλκονται από τους αγώνες. Ίσως λοιπόν η ορειβασία και το ορεινό τρέξιμο να έχουν φαινομενικά μόνο κοινά στοιχεία, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν δοχεία που δεν συγκοινωνούν, καθώς οι πρωταγωνιστές τους σημαδεύουν διαφορετικούς στόχους.
Όπως και να ‘ναι, μια νέα κατάσταση έχει προκύψει. Τα ορειβατικά περιοδικά αφιερώνουν μεγάλο πλέον μέρος της ύλης τους στο ορεινό τρέξιμο και σε διαφημιστικές στήλες δρομικού εξοπλισμού. Τα καταστήματα ορειβατικών ειδών προσθέτουν τμήματα για τα νέα είδη. Τα ορειβατικά καταφύγια φιλοξενούν αθλητές που χρησιμοποιούν το βουνό για τις προπονήσεις τους. Τα trail αθλητικά παπούτσια συναντώνται το καλοκαίρι το ίδιο τακτικά όσο και οι μπότες στα πόδια των αναβατών. Συγγενικές ή ανταγωνιστικές, οι δυο δραστηριότητες φαίνεται πως προορίζονται να συνυπάρχουν.
Οι παράγοντες που δημιουργούν τη διαφορά.
Επιπλέον διαφορές μεταξύ των δυο δραστηριοτήτων εντοπίζονται στον, όχι αμελητέο πια, παράγοντα του κόστους, και στην ευκολία άσκησης της δραστηριότητας. Οι δρομείς γενικά δεν ξοδεύονται ή τουλάχιστον δεν ξοδεύονται τόσο πολύ όσο οι ορειβάτες. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στα υπέρογκα έξοδα μιας αποστολής, ή στο κόστος των σχολών ορειβασίας. Όσο ακριβός, ο εξοπλισμός ενός μέσου δρομέα αρκείται σε 3 ζευγάρια παπούτσια τον χρόνο και σε ρουχισμό που στο ακριβότερό του δεν ξεπερνά τα 200 περίπου ευρώ. Κι αυτά ακόμα δεν είναι απαραίτητα. Αντίθετα, κάποιος που θα αποφάσιζε να ασχοληθεί με την ορειβασία με την ανάλογη σοβαρότητα, θα χρειαζόταν, κυρίως για τις χειμερινές του αναβάσεις, μια μικρή περιουσία σε μπότες, θερμοεσώρουχα, φλις, τζάκετ, γκέτες, σακίδιο, σλίπινγκ μπανγκ κλπ.
Τα τρέξιμο είναι το περισσότερο ευνοημένο απ’ όλα τα αθλήματα από τον παράγοντα της ευκολίας. Μπορείς να το κάνεις οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας το αποφασίσεις, μόνος ή με παρέα, σε γήπεδο ή σε ανοιχτό χώρο, ακόμα και στο λιγότερο δημοφιλή τεχνητό διάδρομο. Δεν χρειάζεσαι οδηγό, δεν αντιμετωπίζεις θέματα προσανατολισμού ή ασφάλειας, δεν διαρκεί ούτε παραπάνω ούτε λιγότερο απ’ όσο μπορείς ή όσο θέλεις.
Τέλος, υπάρχει ένας ακόμα παράγοντας, ο οποίος ανάγεται σε θέματα ψυχολογίας. Το αίσθημα του ανταγωνισμού που, σαφώς ευκολότερα, εκδηλώνεται στους αγώνες παρά στον κόσμο της ορειβασίας, δεν είναι αποσυνδεδεμένο από την ανθρώπινη φύση. Και δεν αναφερόμαστε στον άρρωστο ανταγωνισμό, που παρασέρνει ακόμα και ανθρώπους ώριμης ηλικίας στη γελοιότητα, αλλά στο φιλικό κλίμα ενός παιχνιδιού που, παρότι όχι πια παιδιά, θέλουμε να το συνεχίσουμε, έτσι ώστε να γυρνάμε στο σπίτι ξεθεωμένοι, με λασπωμένα πόδια και γρατζουνισμένα γόνατα, όπως τότε που κάποτε ήμασταν.