Σταύρος Μερτζίδης

1874. «Μαγευτικήν τινά πρωίαν...».

Η ΑΝΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΩΣΤΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΜΕΡΤΖΙΔΗ.

 Ο Σταύρος Μερτζίδης καταγόταν από το Μελένικο και ήταν διορισμένος από τους Τούρκους ως αρχίατρος του Τουρκικού στρατού. Στα πολλά, για επαγγελματικούς λόγους, ταξίδια του, είχε την ευκαιρία να δει και να μάθει αρκετά για την αρχαία ιστορία και τα ευρήματα που σώζονταν ακόμα στην εποχή του. Παρ’ όλο που δεν ήταν αρχαιολόγος ούτε ιστορικός, η ευρυμάθεια και η οξεία του αντίληψη αποτέλεσαν θεμέλιο για τη συγγραφή σημαντικότατου έργου. Ανήκε στην κατηγορία εκείνων που υπέθεταν σωστά ως τοποθεσία της αρχαίας Νεάπολης το χώρο της σημερινής Καβάλας, κάτι που απέδειξαν τελικά οι ανασκαφές και τα ευρήματα του πρώτου αρχαιολόγου της περιοχής, Γιώργου Μπακαλάκη. Έγραψε τα βιβλία «Θασιακά», «Φίλιπποι» και «Αι χώραι του παρελθόντος και αι εσφαλμέναι τοποθετήσεις των». Εκτός απ’ αυτά που μάς είναι γνωστά, έχει γράψει κι άλλα, ανεύρετα δυστυχώς βιβλία, όπως τα «Βιθυνιακά», «Νεάπολις, Χριστούπολις, Καβάλα», «Περί του Νέστου ποταμού και των εκβολών του κατά τους χρόνους του Ηροδότου», «Τα νεανικά χρόνια του Μεχμέτ Αλή στην Καβάλα»κ.λ.π.

 Το βιβλίο του Σταύρου Μερτζίδη, «Αι χώραι του παρελθόντος και αι εσφαλμέναι τοποθετήσεις των», εκδόθηκε το 1885, και αποπειράται, όπως διαφαίνεται κι από τον τίτλο του, να αποκαταστήσει τις λανθασμένες πληροφορίες που ο Μερτζίδης συναντά στα συγγράμματα της εποχής του. Ο Μερτζίδης θεωρεί πως οι συγγραφείς του καιρού του έχουν παρασυρθεί σε πολλές λανθασμένες εκτιμήσεις σχετικά με τα τοπωνύμια και τις τοποθεσίες των αρχαίων περιοχών και, επακόλουθα, έχουν συντελέσει στη δημιουργία μιας μεγάλης παρεξήγησης. Στο 150 σελίδων βιβλίο του, προσπαθεί να διαλύσει αυτή την παρεξήγηση και να αποκαταστήσει την αλήθεια.

 Ο Μερτζίδης επισημαίνει διάφορους λόγους ως αιτία της πλάνης των Ελλήνων και των ξένων αρχαιολόγων, γεωγράφων, ιστορικών και περιηγητών, οι οποίοι, όπως λέγει ο ίδιος: «υποπίπτωσι εις παράδοξα σφάλματα, τα οποία καίτοι ολίγιστα, καθιστώσι μόλα ταύτα την όλην ανεκτίμητον συγγραφήν των ως ημαρτημένην και ως πλήρη ασαφειών και ανακριβειών».

 Οι λόγοι που ο Σταύρος Μερτζίδης θεωρεί ότι συνετέλεσαν στην «ημαρτημένην συγγραφήν», εντοπίζονται μεταξύ των άλλων στην αδυναμία των μελετητών να παραμείνουν αρκετά «στην ξένη τούτη χώρα», στην άγνοια των γλωσσών των κατοίκων της περιοχής, στην έλλειψη κατάλληλων και πεπειραμένων οδηγών, καθώς επίσης και στην απροθυμία των ντόπιων να υποδείξουν στους ξένους τα μυστικά της περιοχής τους, έτσι ώστε αυτοί «αδυνατούσι να ποιήσωση τακτικάς και βασικάς έρευνας και να μελετήσωσιν επιτοπίως ως και οι ίδιοι επιθυμώσιν, όπως οι κόποι των, αι δαπάναι των, αι στερήσεις των, αι έρευναι και αι μελέται των, ημέραν τινά στεφθώσιν υπό του στεφάνου της επιτυχίας και του θαυμασμού».

 Το βιβλίο του Μερτζίδη έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας, καθώς αφορά την περιοχή μας, αλλά, δυστυχώς, σήμερα θεωρείται σχεδόν εξαφανισμένο. Το κεφάλαιο ΚΕ, περιέχει πέντε υποκεφάλαια τα οποία αναφέρονται στο Παγγαίο. Συγκεκριμένα το Ι: «Ανάβασις εις το Πάγγαιον - Περιγραφή του Εσωτερικού του Όρους, κτλ.», το ΙΑ: «Περισκόπησις εκ της κορυφής του Παγγαίου», το ΙΒ: «Το μαντείον του Βάκχου επί του Παγγαίου και ουχί επί του Δυσύρου και αλλαχού» και το ΙΓ: «Τα μεταλλεία του Παγγαίου».

Στο υποκεφάλαιο Ι συναντάται η πιο πλήρης και εκτεταμένη περιγραφή ανάβασης στο Παγγαίο που έχει γραφτεί ποτέ. Γραμμένο στην ξεχασμένη πια καθαρεύουσα, αποτυπώνει με γλαφυρότητα και μέτρο τις εντυπώσεις του συγγραφέα, αποτελώντας το ωραιότερο, ίσως, κείμενο ανάβασης σε βουνό:

«Η ανάβασις επί του Παγγαίου είναι δύσκολος. Η δε κατάβασις εύκολος και κάπως ολισθηρά» ξεκινά ο Μερτζίδης, θεωρώντας πως πρέπει να παρέχει πληροφορίες στους αναγνώστες του βιβλίου «περί του εσωτερικού του όρους, περί του είδους των δένδρων, περί διαφόρων βοτάνων, εκ των εις την ιατρικήν χρησίμων, ως και περί άλλων τινών αντικειμένων του Παγγαίου, επί των υψωμάτων του οποίου ανελθόντες και περισκοπίσαντες τα πέριξ καταχωρίζομεν λεπτομερώς παν ότι είδομεν και αντελήφθημεν εκ της θέας του εσωτερικού και εξωτερικού αυτού».

Η ανάβαση ξεκινά από το Μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας:

«Ανέβημεν εκ της εις την πεδιάδα των Φιλίππων πλευράς. Η ανάβασις ήρχισεν εκ της Μονής, ήτις, ως προείπομεν, απέχει από τους πρόποδας του όρους μίαν ώραν».

Καθώς ο δρόμος που οδηγεί σήμερα στο Μοναστήρι απαιτεί πεζοπορία περισσότερη της μιας ώρας, υποθέτουμε πως ο Μερτζίδης ακολούθησε κάποιο μονοπάτι κοντά στο δρόμο που διανοίχτηκε πρόσφατα, για να συνδέσει το μοναστήρι με το χωριό της Νικήσιανης. Το επόμενο απόσπασμα προσδιορίζει χρονικά την ανάβαση και παρέχει πληροφορίες που ηχούν παράξενα, καθώς φανερώνουν το μέγεθος των αλλαγών που έχουν συντελεστεί στο διάστημα των 133 χρόνων, μέχρι σήμερα:

«Μαγευτικήν τινά πρωίαν του Σεπτεμβρίου του 1874 ετολμήσαμεν μετ’ άλλων τινών περιέργων ν’ ανέλθωμεν το όρος. Μετά πολλού φόβου, κόπου και ψυχικής αγωνίας ανέβημεν αυτό, φοβούμενοι μη συναντήσωμεν καθ’ οδόν ληστάς, ή λυσσαλέους λύκους, οίτινες ου σπανίζουσιν ενταύθα».

Περίεργοι, λοιπόν, χαρακτηρίζονται οι αναβάτες της εποχής - εντύπωση που δεν έχει αλλάξει κι ιδιαίτερα, αφού αρκετοί ακόμα θεωρούν περίεργους όσους κατά τη λαϊκή έκφραση ‘παίρνουν τα βουνά’ - ενώ η περιέργεια και η έλξη της φύσης παραμερίζει τον φόβο των ληστών και των λύκων που, σύμφωνα με το κείμενο, δεν σπανίζανε τότε, ενώ σήμερα οι μεν ληστές προτιμούν τις μεγαλουπόλεις, οι δε λύκοι αραίωσαν ανησυχητικά.

 Εντύπωση προκαλεί ο λεπτομερειακός χαρακτήρας της ανάβασης, στην αρχή της οποίας οι αναβάτες συναντούν ομίχλη, φαινόμενο για το οποίο ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μια πρωτότυπη έκφραση:

«Ημίσεια ώρα παρήλθεν αφ’ ότου εγκαταλείψαντες την Μονήν ανατολικώς αυτής προεχωρούμεν εις τα άνω. Από τινας Χαράδρας ήρχισε να εξέρχηται η κακεντρέχεια της γης - η ομίχλη - ήτις άμα τη ανατολή του ηλίου εξηφανίσθη».

Ακολουθεί συνάντηση της ομάδας με βοσκούς του Παγγαίου και η πορεία συνεχίζεται μ’ ένα από τα ποιητικότερα σημεία του κειμένου:

«Εξηκολουθούμεν την πορείαν μας ασθμαίνοντες. Ακτίς ηλιακή εισδύσασα δια του πυκνού φυλλώματος των δένδρων και φθάσασα μέχρις ημών έπεισεν ότι ο Φοίβος είχεν ήδη καταλάβει εξ εφόδου άπαν το όρος, μη εξαιρουμένων και των πεδιάδων».

Οι αναβάτες αναζητούν λίγη ξεκούραση στη σκιά των δέντρων: «Κουρασθέντες εκαθήσαμεν ολίγον». Στ’ αυτιά τους φτάνουν οι μακρινές φωνές και οι φλογέρες των βοσκών, ενώ παρατηρούν τους υλοτόμους «εκ των πέριξ χωρίων της Επαρχίας Ζίχνης» οι οποίοι ανέβαιναν με τα μουλάρια τους «όπως φορτώσωσι ξύλα δια καύσιμον, προμηθευόμενοι πάντοτε αυτά εκ του Παγγαίου».

 Το επόμενο απόσπασμα είναι ένας πραγματικός ύμνος στην ομορφιά της φύσης του Παγγαίου:

«Ηγέρθημεν. Αναβαίνοντες και αύθις δια των ελικοειδών ατραπών και των συσκίων απορρώγων του όρους, κεκοσμημένων δια πυκνών βάτων και λεπτοκαρυών και πτέρυδος και βαλανεών, τερπνήν της ατμοσφαίρας την ευωδία ησθανόμεθα, ην η ελαφρά και λεπτή εωθινή αύρα ή σείουσα το φύλλωμα και προκαλούσα γλυκύν ψίθυρον ολονέν ηύξανεν, και μεθ’ ηδονής ηκούομεν το συχνόν κελάδημα των πτηνών, όπερ ηδύτερον και μαγευτικώτερον ήτο της πάλαι ποτέ πολυτίμου μουσικής αρμονίας, ήν απετέλουν εν ταις πανηγύρισι του Παγγαίου αι Πιερίδες Μούσαι».

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η περιγραφή της χλωρίδας που ακολουθεί, ενόσω οι αναβάτες βρίσκονται:

«εν μέσω εκτεταμένου, πυκνού, ωραίου και μεγαλοπρεπούς δάσους εκ δένδρων αγρίων και οπωροφόρων διαφόρου είδους, εκ δρυών, εξ Ελατών, εκ Σφενδάμνων, εκ Πλατάνων, εκ Πτελεών, εξ Αιγείρων, εκ Λεύκων, εκ Πιτύων, Εκ Φιλλυρών, εκ Καστανεών, και άλλων διαφόρου μεγέθους, διαφόρου ύψους, διαφόρου πάχους, διαφόρου χροιάς, πυκνών, συμπεπλεγμένων, συνεσφυγμένων αποτελούντων βαθείαν σκιάν, μυστηριώδη σιωπήν, διακοπτομένην μόνον από των ασμάτων απειράριθμων πτηνών διαφόρου σχήματος, διαφόρου χρώματος, διαφόρου μεγέθους».

Όσον αφορά στα φυτά, ο Μερτζίδης αναφέρει - παραθέτοντας μάλιστα και την λατινική ονομασία - πολλά είδη:

«εκ των λεγομένων ιατρικών, εξ ών εν αφθονία υπήρχον η Νάρδος, ή Βαλεριάνα, το Τυρπήθον, το Κενταύριον, ο Ελελίσφακος, η Πικραφάκη, το Ορίγανον, το Πήγανον, η Πτέρις και το Βράθυ».

Οι αναβάτες φτάνουν τελικά να αντικρίσουν τις κορυφές του βουνού:

«Μετά τρίωρον περίπου αγωνιώδη οδοιπορίαν αφικόμεθα προ των κορυφών του όρους, όπου εύρομεν σπουδαίον Άντρον, εντός του οποίου έξ όλων των μερών εν είδει στηλίσκων υψούμενοι σταλακτίται σχηματίζουσι κομψάς αψίδας θέας αληθώς επαγωγού. Εξ όλων των πλευρών αποστάζει το ψυχρόν, καθαρόν και διαυγές ύδωρ. Πανταχόθεν ακούει τις πίπτουσας τας σταγόνας, ων η ηχηρά πτώσις αντηχεί εις το ερεβώδες εκείνο άντρον, όπερ έχει μεγάλην έκτασιν, και όπου φοβείταί τις να εισέλθη».

Το συγκεκριμένο απόσπασμα προκαλεί αμηχανία. Παρά την συχνότητα των αναβάσεων μας στο βουνό, ποτέ δεν συναντήσαμε τη σπηλιά που αναφέρει ο Μερτζίδης, ούτε και καταφέραμε ν’ αντλήσουμε από παλαιότερους ορειβάτες ή ντόπιους οποιαδήποτε πληροφορία για την ύπαρξή της. Σπηλιές υπάρχουν στο Παγγαίο, αρκετές από τις οποίες είναι όντως εντυπωσιακές, τέτοια όμως που να ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές της περιγραφής, δεν απαντάται «προ των κορυφών του όρους», όχι τουλάχιστον από το σημείο απ’ όπου η ομάδα του Μερτζίδη ανέβαινε. Εφ’ όσον η αναφορά της οφείλεται σ’ έναν καθ’ όλα αξιόπιστο παρατηρητή, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως ή είσοδος αυτής της σπηλιάς έχει καλυφθεί από προσχώσεις και μόνο μια σπηλαιολογικού χαρακτήρα έρευνα θα μπορούσε να την αποκαλύψει.

Οι αναβάτες της αφήγησης Μερτζίδη έχουν τώρα φτάσει στο σκοπό τους κι απολαμβάνουν την πιο γλυκιά ανταμοιβή των κόπων τους. Είναι η χαρά που νιώθεις όταν βρεθείς στο ψηλότερο σημείο, με τον κόσμο στα πόδια σου και τον ανοιχτό ορίζοντα, πέρα, μ’ όλη του την ελευθερία και την μεγαλοπρέπεια. Το ΙΑ κεφάλαιο επιγράφεται «Περισκόπησις εκ της κορυφής του Παγγαίου» και είναι εξ ίσου εκτεταμένο με το κεφάλαιο της ανάβασης:

«Φθάσαντες εις την κορυφήν του μεγάλου τούτου όρους και ρίψαντες εν βλέμμα προς τα κάτω, προς τα πέριξ, προς τας απωτάτας χώρας, σφόδρα συνεκινήθημεν αναλογισθέντες ότι ο τόπος ούτος ανήκεν άλλοτε εις τους αρχαίους, εις τους ιστορικούς, εις τους ονομαστούς εκείνους Έλληνας, ων τα έργα μεγάλα και θαυμαστά υπήρξαν».

Η θέα από ψηλά προκαλεί δέος στο συγγραφέα, που αναλογίζεται το ταπεινό της ανθρώπινης ύπαρξης και τη σοφία του Υψίστου, την ύπαρξη του οποίου θεωρεί ότι επιβεβαιώνουν η ομορφιά και η ποικιλία του μαγευτικού τοπίου, μπροστά στο οποίο: «Τις ευρισκόμενος ενταύθα δύναται να μείνη αναίσθητος;»

Η χαρακτηριστική διαύγεια της ατμόσφαιρας του υψομέτρου, σε συνδυασμό με τα πυκνά νέφη που κρύβουν τον ήλιο, καθιστούν την παρατήρηση ευχερέστερη και απολαυστική. Στα πόδια του συγγραφέα εκτείνονται τόποι, η ιστορική βαρύτητα των οποίων προσδίδει μια επιπλέον διάσταση: η Σαμοθράκη, χώρα «εν ή οι Πελασγοί ιερείς είχον συστήσει τα μυστήρια των Καβείρων και την λατρείαν του ουρανού και της γης», η Λήμνος «εν ή ο Χωλό - Ήφαιστος είχεν ενθρονισμένον το σιδηρουργείον του κατασκευάζων εν αυτή τους κεραυνούς του Διός», η Θάσος «επί των αγρίων και αποτόμων βραχωμάτων της οποίας άλλοτε αντήχουν τα λυρικά του Αλκαίου άσματα και οι του Σοφοκλέους χοροί», επίσης ο Άθωνας, τον οποίο χαρακτηρίζει «ως Φάρον του Αιγαίου Πελάγους και ως Βατικανόν της Ορθοδοξίας»,η Ξάνθη, ο Στρυμονικός κόλπος, η λίμνη Βόλβη, τα «υψώματα και το ανώτερον περιτείχισμα της Καβάλας» και «τα μέρη της Σκαπτής ύλης ή Σκαπτησύλης ήδη (Κιούρτσιλερ) εν ή κατά τον Πλούταρχον και Μαρκελλίνον, κάτωθεν μεγάλης και γηραιάς Πλατάνου, έγραφε περί τα 440π.Χ.την ιστορίαν του και εν ή ως εξόριστος απέθανεν ο εύγλωττος, ο βαθύνους, ο δεξιώτατος, ο κλεινός και μέγας ιστοριογράφος Θουκιδίδης ο Ολόρου ή Ορόλου».

Καθώς «Κιούρτσιλερ», μεταφραζόμενο Λυκότοπος ή Λυκιά, είναι το προπολεμικό χωριό από το οποίο μόνο ερείπια απομένουν σήμερα, εντυπωσιάζει το γεγονός ότι ο Σταύρος Μερτζίδης, σε μια εποχή που Έλληνες και ξένοι ιστορικοί και αρχαιολόγοι πιστεύουν ακράδαντα πως η Σκαπτή Ύλη βρίσκεται στο Παγγαίο, αυτός με σχετική ακρίβεια αναγνωρίζει την ταυτότητα του τόπου, ο οποίος μετά από έναν και πλέον αιώνα αμφιβολιών και αντεγκλήσεων, θεωρείται ως πιθανότερη περιοχή των αρχαίων ορυχείων.

Σηματοδότης αμετακίνητων μέσα στην ορμή του χρόνου αξιών, καθαρό σαν αέρας βουνού και πολύτιμο σαν ορυκτό μιας εσώτερης σκαπτής ύλης, μετά από 133 συναπτά έτη, το κείμενο του «εύγλωττου», «βαθυνόου» και «δεξιωτάτου» Σταύρου Μερτζίδη, παραμένει πάντα φρέσκο και αειθαλές.


 

Tο κείμενο αυτούσιο και με την ορθογραφία του συγγραφέα:

ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΕΡΤΖΙΔΗΣ

"Αι χώραι του παρελθόντος» ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Ι΄"

Ανάβασις εις το Πάγγαιον - Περιγραφή του Εσωτερικού του Όρους, κτλ. Η ανάβασις επί του Παγγαίου είναι δύσκολος. Η δε κατάβασις εύκολος και κάπως ολισθηρά. Καλόν ενομίσαμεν, όπως παράσχωμεν πληροφορίας τινάς εις τους αναγνώστας του παρόντος Βιβλίου περί του εσωτερικού του όρους, περί του είδους των δένδρων, περί των διαφόρων βοτανών, εκ των εις την ιατρικήν χρησίμων, ως και περί άλλων τινών αντικειμένων του Παγγαίου, επί των υψωμάτων του οποίου ανελθόντες και περισκοπήσαντες τα πέριξ καταχωρίζομεν λεπτομερώς παν ό,τι είδομεν και αντελήφθημεν εκ της θέας του εσωτερικού και εξωτερικού αυτού.

Ανέβημεν εκ της εις την πεδιάδα των Φιλίππων πλευράς. Η ανάβασις ήρχισεν εκ της Μονής, ήτις, ως προείπομεν, απέχει από τους πρόποδας του όρους μίαν ώραν.

Μαγευτικήν τινά πρωίαν του Σεπτεμβρίου του 1874 ετολμήσαμεν μετ’ άλλων τινών περιέργων ν’ ανέλθωμεν το όρος. Μετά πολλού φόβου, κόπου και ψυχικής αγωνίας ανέβημεν αυτό, φοβούμενοι μη συναντήσωμεν καθ’ οδόν ληστάς, ή λυσσαλέους λύκους, οίτινες ου σπανίζουσιν ενταύθα.

Ημίσεια ώρα παρήλθεν αφ’ ότου εγκαταλείψαντες την Μονήν ανατολικώς αυτής προεχωρούμεν εις τα άνω. Από τινας Χαράδρας ήρχισε να εξέρχηται η κακεντρέχεια της γης - η ομίχλη - ήτις άμα τη ανατολή του ηλίου εξηφανίσθη. Πρώτον ζων και κινούμενον ανθρώπινον όν καθ’ οδόν εύρομεν τον χοιροβοσκόν της Μονής Γκέρτζον, ομοιάζοντα την όψιν τω Σειληνώ ή απόγονον όντα κατά το φαινόμενον των λιμνοβίων και δερματοφόρων Δερριόπων Παιόνων. Ο αγαθός ούτος Χριστιανός ο εν κακοπαθεία γηράσας, οδηγών τους ατάκτους και κακεντρεχείς αυτού μαθητάς - τους χοίρους, οίτινες ανήρχοντο έως 80 - τους ύβριζε, λιθοβολών συνάμα αυτούς, μη θέλοντας να βαδίζωσιν, εις ήν οδόν ο διδάσκαλός των τούς ωδήγει, οίτινες υπερισχύσαντες και λαβόντες τας ατραπούς του όρους ηνάγκασαν τον δυστυχή να καθήση εις την ρίζαν δένδρου και να κλαίη. Μετ’ ολίγον είδομεν αιπόλον τινά Ηράκλειον έχοντα την όψιν, το ανάστημα και την ρώμην, όστις κατά μίμησιν Μίλωνος του Κροτωνιάτου, όν ούτος μήτε ήκουσεν αναφερόμενον μήτε ωνειρεύθη ποτέ, έφερεν επί των ώμων ουχί τον πατέρα του, ως ο Κροτωνιάτης, αλλά παχείαν και δύστροπον αίγα, ως εκείνας, τας οποίας Ροβινσών ο Κρούσσος εις την έρημον νήσον του εφόνευε, προωρισμένην ούσαν δια τον στόμαχον των τότε οσίων πατέρων της Μονής.

Εξηκολουθούμεν την πορείαν μας ασθμαίνοντες. Ακτίς ηλιακή εισδύσασα δια του πυκνού φυλλώματος των δένδρων και φθάσασα μέχρις ημών έπεισεν ότι ο Φοίβος είχεν ήδη καταλάβει εξ εφόδου άπαν το όρος, μη εξαιρουμένων και των πεδιάδων. Κουρασθέντες εκαθήσαμεν ολίγον. Πολλοί υλοτόμοι εκ των πέριξ χωρίων της Επαρχίας Ζίχνης ανήρχοντο μετά των υποζυγίων αυτών, όπως φορτώσωσι ξύλα δια καύσιμον, προμηθευόμενοι πάντοτε αυτά εκ του Παγγαίου. Καθήμενοι υπό την σκιάν των δένδρων ευχαρίστως ηκούομεν τας φωνάς και τους αυλούς των αιπόλων, δι’ ών, φαίνεται, έψαλλον τον εωθινόν αυτών ύμνον, ώς και τον παναρμόνιον ήχον, όν απετέλουν οι κώδωνες των αγελάδων, των ημιόνων και των τρισχιλίων περίπου αιγών, ας δύναταί τις να παρομοιάση με διαβόλους μετημφιεσμένους, και αίτινες πανταχόθεν εξώρμων εκ των βράχων και μόλις φαινόμεναι εξηφανίζοντο εντός του πυκνού δάσους. Αι υλακαί των ποιμενικών μολοσσών, των φυλάκων τούτων των ζώων και εχθρών των λύκων, απετέλουν ηχώ τοιαύτην, ώστε ενομίζομεν ότι χίλιοι κύνες υλάκτουν και η ακοή μας τοιουτοτρόπως απησχολείτο. Υλοτόμοι τινές ρίψαντες λίθους επί των υλακτούντων κυνών ετράπησαν εις φυγήν, αλλά δεν κατώρθωσαν να διαφύγωσι τα φιλόφρονα δήγματα των φοβερών απογόνων των μολοσσών.

Ηγέρθημεν. Αναβαίνοντες και αύθις δια των ελικοειδών ατραπών και των συσκίων απορρώγων του όρους, κεκοσμημένων δια πυκνών βάτων και λεπτοκαρυών και πτέριδος και βαλανεών, τερπνήν της ατμοσφαίρας την ευωδίαν ησθανόμεθα, ην η ελαφρά και λεπτή εωθινή αύρα ή σείουσα το φύλλωμα και προκαλούσα γλυκύν ψίθυρον ολονέν ηύξανεν, και μεθ’ ηδονής ηκούομεν το συχνόν κελάδημα των πτηνών, όπερ ηδύτερον και μαγευτικώτερον ήτο της πάλαι ποτέ πολυτίμου μουσικής αρμονίας, ήν απετέλουν εν ταις πανηγύρισι του Παγγαίου αι Πιερίδες Μούσαι. Ευρισκόμεθα ήδη εν τω μέσω εκτεταμένου, πυκνού, ωραίου και μεγαλοπρεπούς δάσους εκ δένδρων αγρίων και οπωροφόρων διαφόρου είδους, εκ δρυών, εξ Ελατών, εκ Σφενδάμνων, εκ Πλατάνων, εκ Πτελεών, εξ Αιγείρων, εκ Λεύκων, εκ Πίτυων, εκ Φιλλυρών, εκ Καστανεών, και άλλων διαφόρου μεγέθους, διαφόρου ύψους, διαφόρου πάχους, διαφόρου χροιάς, πυκνών, συμπεπλεγμένων, συνεσφυγμένων αποτελούντων βαθείαν σκιάν, μυστηριώδη σιωπήν, διακοπτομένην μόνον από των ασμάτων απειραρίθμων πτηνών διαφόρου σχήματος, διαφόρου χρώματος, διαφόρου μεγέθους.

Ολονέν προεχωρούμεν ανερχόμενοι το όρος. Καθ’ οδόν τη δε κακείσε διεκρίνομεν πολλά είδη εκ των φυτικών λεγομένων ιατρικών, εξ ών εν αφθονία υπήρχον η Νάρδος ή Βαλεριάνα (Valeriane), το Τυρπήθον (Turpithe), το Κενταύριον (Centavree), ο Ελελίσφακος (Sauge = Sacuia), η Πικραφάκη (Pisseulire Taraxapum.) το Ορίγανον (Origan), το Πήγανον (Rue), η Πτέρις (Fougernale) και το Βράθυ (Sabine) εις μεγάλη ποσότητα. Τον Μάιον ακμάζουσιν, ως και κατά την αρχαιότητα, τα πολύφυλλα και ευωδέστατα ρόδα, οποία υπήρχον κατά τον Ηρόδοτον και εν τοις κήποις του Μίδου εν Εδέσση (Βοδενοίς) παρά τας υπωρείας του Βερμίου.

Εις τινάς αποκέντρους και αγρίας την όψιν απορρώγας, διεκρίνομεν οπάς μεγάλας και βαθείας, αίτινες μετά τον Ε΄ μ. Χ. αιώνα εχρησίμευσαν ως σκήται, ήδη δε χρησιμεύουσιν ως κατοικίαι των Λύκων, Αλωπέκων, των Θωών κλπ. μικρών τετραπόδων ζώων.

Μετά τρίωρον περίπου αγωνιώδη οδοιπορίαν αφικόμεθα προ των κορυφών του όρους, όπου εύρομεν σπουδαίον Άντρον, εντός του οποίου έξ όλων των μερών εν είδει στηλίσκων υψούμενοι σταλακτίται σχηματίζουσι κομψάς αψίδας θέας αληθώς επαγωγού. Εξ όλων των πλευρών αποστάζει το ψυχρόν, καθαρόν και διαυγές ύδωρ. Πανταχόθεν ακούει τις πίπτουσας τας σταγόνας, ων η ηχηρά πτώσις αντηχεί εις το ερεβώδες εκείνο άντρον, όπερ έχει μεγάλην έκτασιν, και όπου φοβείταί τις να εισέλθη.

Ευρισκόμενός τις επί του όρους τούτου πανταχού διακρίνει τας ατμοσφαιρικάς επηρείας και τας εκ τούτων προελθούσας αλλοιώσεις. Ο κεραυνός, ως παράγων καταστρεπτικός, ως πλήττων, θραύων, κατακαίων τας υψηλάς προπάντων κορυφάς όπου αι θύελλαι είναι συνεχέστεραι, πάμπολλα παρέχει δείγματα των.

 

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: Αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός »