Ο Στέργιος Βαλιούλης γεννήθηκε το 1916 στην Θεσσαλονίκη από πρόσφυγες γονείς. Πήρε μέρος στον πόλεμο της Αλβανίας, συμμετείχε σε αντιστασιακές οργανώσεις και ανέβηκε στα βουνά της Μακεδονίας ως αντάρτης του Ε.Λ.Α.Σ. Στα βιβλία του συμπεριλαμβάνονται: «Πικρά χαμόγελα» (ποιήματα 1957), «Το κρυμμένο τετράδιο» (πεζά και ποιήματα, 1959), «Ένας βασιλιάς χωρίς.....τακτ», (σάτιρα, 1961), «Απλά μοτίβα»,(ποιήματα,1964), «Το κρίμα κι’ η ερήμωση», (ποιήματα, 1966), «Παρένθεση», (ποιήματα, 1971), «Ο δεξιός πνεύμονας» (νουβέλα, 1974), «Τα πεζά κείμενα» (διηγήματα 1974), «Το φίδι και το πουκάμισο» (ποιήματα, 1976), «Τώρα τα χρειάζεσαι περισσότερο» (ευθυμογραφήματα, 1978), «Ανταίοι» (ποιήματα, 1979), «Το ημερολόγιο του Ιάσονα» (σάτιρα, 1980), «Το πούπουλο» (μυθιστόρημα, 1982), «Ο βάτραχος με τις καφετιές βούλες» (διηγήματα,1982), «Περιθωριακά» (ποιήματα,1982). Το βιβλίο του 1975, «Πολίτης β΄ κατηγορίας», χωρίζεται σε δυο κεφάλαια. Το πρώτο με τον τίτλο «Τρεις φορές πρόσφυγας» και το δεύτερο «Με τους αντάρτες της Αν. Μακεδονίας», το οποίο και περιέχει τις ενδιαφέρουσες αναφορές για το Παγγαίο όρος, καθώς ο συγγραφέας, ακολουθώντας το δρόμο της αντίστασης, καταφεύγει σ’ ένα από τα αρχηγεία των ανταρτών που έχουν αναπτυχθεί στο βουνό.
«Μπροστά μας ψηλό, περήφανο, κάτασπρο στην παρθενική ασπιλοσύνη του, γεμάτο χαράδρες κι απότομες πλαγιές, το Παγγαίο. Οι κορφές του είχαν το ίδιο χρώμα με το συννεφιασμένο ουρανό κι έμπλεκαν μαζί του τόσο που δεν ξεχώριζαν. Πίσω μας ο σιωπηλός κάμπος, βουτηγμένος στην καταχνιά που τον πλάκωνε σαν εφιάλτης. Ανηφορίζαμε, ανηφορίζαμε, ανηφορίζαμε, το βουνό πάντα ψηλό, πάντα μακρινές οι κορφές του. Πότε, Θεέ μου, θα τελείωνε το μαρτύριο; Το χιόνι, όσο ανεβαίναμε ψηλότερα, γινόταν παχύτερο, βούλιαζα ως τα γόνατα, ίδρωνα και ξαναϊδρωνα, χίλιες φορές είπα να πέσω κάτω και να βάλω τις φωνές.»(σελ.204)
«Σωστός κόμπος συγκοινωνιών το Αρχηγείο. Ένα μονοπάτι απ’ το νοτιά οδηγούσε στο Μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας. Άλλο, απ΄ την αντίθετη κατεύθυνση, το ίδιο κακοτράχαλο, κάνοντας στροφή κατά το βοριά τραβούσε στο λημέρι «Μπαλαμούρη», πάνω από το Ροδολείβος. Δύο άλλα κατηφόριζαν στα χωριά Πρώτη (Κιουπκιοϊ), Κορμίστα και Τσερέπλιανη».(σελ.206)
«Απροειδοποίητα κάποιο απόγευμα ο αέρας έκοψε, η ομίχλη έκανε μεταβολή και πήρε ν’ ανηφορίζει κατά τις κορφές και πριν πέσει το σούρουπο φάνηκε επιτέλους ύστερ’ από τόσες μέρες ο κάμπος.»Μαγεία..»Η νύχτα πέρασε ήσυχη, φιλική, πλουμισμένη μ’ αστέρια κι όταν ξημέρωσε στον πεντακάθαρο ουρανό φεγγοβόλησε ο θεός Ήλιος.»(σελ.216-217).
«Κάθησα στο βράχο του παρατηρητήριου και για πολλήν ώρα θάμαζα το εξαίσιο θέαμα του κάμπου. Αντίκρυ, στα πόδια σχεδόν του βουνού, η Δράμα, δεξιότερα το Ινστιτούτο Καλυτερεύσεως καπνού (αν θυμάμαι καλά την ονομασία του), ύστερα η Τσατάλτζα, το Δοξάτο, οι Φίλιπποι, τα υψώματα της Καβάλας. Ο Αγγίτης με την φιδωτή κοίτη, τα πυκνά δέντρα που κάλυπταν τις όχθες του. Αριστερώτερα ο Στρυμώνας, μεταξένια κορδέλλα σε χρώμα ασημιού. Τα μικροσκοπικά σπίτια των χωριών, ένα απίθανα μικρό τραινάκι που πότε έδειχνε τη μεγάλη πλευρά του κι έμοιαζε μυρμήγκι, πότε τη μικρή και τότε το χάναμε απ’ τα μάτια μας και μόνο απ’ τον καπνό μπορούσε να προσδιορίσει κανείς την θέση του.»Θεέ μου, πόση μεγαλοπρέπεια είχε το απέραντο τοπίο αλλά και πόσο ψεύτικα φαίνονταν τ’ ανθρώπινα επιτεύγματα, τα τετράγωνα φρεσκοοργωμένα χωράφια, οι δρόμοι, τα σπίτια, όλα...»Συλλογίστηκα πως αν μας υποχρέωναν μια τουλάχιστο φορά το χρόνο να συνοδέψουμε νεκρό στην τελευταία κατοικία του ή ν’ ανεβούμε σε ψηλή κορφή κι απ’ εκεί ν’ αντικρύσουμε την μηδαμινότητα των «θαυμαστών» ανθρώπινων έργων, θα βάζαμε αρκετό νεράκι στο κρασί μας και θα ενεργούσαμε πιο ανθρώπινα, πιο προσγειωμένα».(σελ.217).
«Όσο κι αν είταν δύσκολες οι ώρες,.....δεν μπορούσα να κλείσω τα μάτια μπροστά στην τόσην ομορφιά του τοπίου όταν ξέφτιζαν κάπου κάπου οι γάζες της ομίχλης. Δάση από θεόρατες οξυές, βαθιές ρεματιές και χαράδρες στολισμένες φουντωτά πεύκα και κέδρα, άλλες γεμάτες ρείκια κι αγριοπασχαλιές ή καταπράσινο πουρνάρι με σκληρά αγκαθωτά φύλλα, απότομοι γκρεμοί κι υψώματα, απίθανοι βράχοι ριζωμένοι στη γης, άλλοι έτοιμοι να κυλήσουν καθώς έγερναν ξεκρέμαστοι πάνω από γκρεμούς, χαμηλά ο σιωπηλός κάμπος γεμάτος αγωνία, χιόνι ελπίδα, αντικρύ το Σύμβολο, χιονισμένο κι αυτό και πέρα η θάλασσα, η όμορφη, η αγαπημένη θάλασσα».
«Η πρωτομαγιά του 1944 μας βρήκε στο καινούργιο λημέρι που φτιάξαμε κάπου στην παρυφή του δάσους, λίγες κατοσταριές μέτρα χαμηλότερα από το καταφύγιο που είχαν χτίσει πριν από τον πόλεμο οι ορειβάτες».
«Σ’ όλες τις εποχές, όλες τις μέρες και τις νύχτες, τις ώρες και τα δευτερόλεφτα, το Παγγαίο είναι όμορφο. Και σε περίοδο χιονοθύελλας ακόμα, όταν ουρλιάζουν μανιασμένοι αγέρηδες και στριφογυρίζουν σπυρωτό το χιόνι, έχει μια τέτοιαν άγρια ομορφιά που δε σ’ αφήνει ασυγκίνητο. »Εκείνο όμως που δε συγκρίνεται είναι το δειλινό, το αυγουστιάτικο δειλινό του. Περπατούσα κι είχα διάθεση να τραγουδήσω, να χορέψω, να πηδήξω, να ουρλιάσω από χαρά, στεκόμουν και το θάμαζα, φούσκωνα τα πνευμόνια και ρουφούσα τη δροσιά και τις μυριάδες ευωδιές, πετούσα. Ναι, το Παγγαίο είναι υπέροχο βουνό.»