Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Στέργιος Βαλιούλης

1944. «Ναι, το Παγγαίο είναι υπέροχο βουνό.»

Ο ΣΤΕΡΓΙΟΣ ΒΑΛΙΟΥΛΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΕΠΑΦΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΑΛΑΣΜΟ ΟΜΟΡΦΙΑ.

Ο Στέργιος Βαλιούλης γεννήθηκε το 1916 στην Θεσσαλονίκη από πρόσφυγες γονείς. Πήρε μέρος στον πόλεμο της Αλβανίας, συμμετείχε σε αντιστασιακές οργανώσεις και ανέβηκε στα βουνά της Μακεδονίας ως αντάρτης του Ε.Λ.Α.Σ. Στα βιβλία του συμπεριλαμβάνονται: «Πικρά χαμόγελα» (ποιήματα 1957), «Το κρυμμένο τετράδιο» (πεζά και ποιήματα, 1959), «Ένας βασιλιάς χωρίς.....τακτ», (σάτιρα, 1961), «Απλά μοτίβα»,(ποιήματα,1964), «Το κρίμα κι’ η ερήμωση», (ποιήματα, 1966), «Παρένθεση», (ποιήματα, 1971), «Ο δεξιός πνεύμονας» (νουβέλα, 1974), «Τα πεζά κείμενα» (διηγήματα 1974), «Το φίδι και το πουκάμισο» (ποιήματα, 1976), «Τώρα τα χρειάζεσαι περισσότερο» (ευθυμογραφήματα, 1978), «Ανταίοι» (ποιήματα, 1979), «Το ημερολόγιο του Ιάσονα» (σάτιρα, 1980), «Το πούπουλο» (μυθιστόρημα, 1982), «Ο βάτραχος με τις καφετιές βούλες» (διηγήματα,1982), «Περιθωριακά» (ποιήματα,1982). Το βιβλίο του 1975, «Πολίτης β΄ κατηγορίας», χωρίζεται σε δυο κεφάλαια. Το πρώτο με τον τίτλο «Τρεις φορές πρόσφυγας» και το δεύτερο «Με τους αντάρτες της Αν. Μακεδονίας», το οποίο και περιέχει τις ενδιαφέρουσες αναφορές για το Παγγαίο όρος, καθώς ο συγγραφέας, ακολουθώντας το δρόμο της αντίστασης, καταφεύγει σ’ ένα από τα αρχηγεία των ανταρτών που έχουν αναπτυχθεί στο βουνό.

 
Με την μεταπολίτευση του 1974 και το τέλος της επτάχρονης απαγόρευσης του ελεύθερου, γραπτού και προφορικού λόγου, μια πληθώρα ιστορικών, λογοτεχνικών, μουσικών, θεατρικών κ.λ.π. έργων, έβρισκε τον δρόμο προς ένα πρόθυμο να τα υποδεχθεί κοινό. Μαζί και οι γραπτές μαρτυρίες προσωπικών βιωμάτων από απαγορευμένες έως τότε φωνές, ανέβαζε τον όγκο των προσφερόμενων στη μεγάλη ζήτηση βιβλίων τα οποία επανατοποθετούσαν τη σκοπιά των πρόσφατων ιστορικών και πολιτικών γεγονότων.
Αν και το φαινόμενο αυτό αποδείχτηκε ιδιαίτερα ανθεκτικό, (ακόμα και σήμερα οι δύσκολες εκείνες εποχές καταλαμβάνουν σεβαστό τμήμα της ελληνικής λογοτεχνίας, κι όχι πάντα προς όφελός της), εν τούτοις το πέρασμα του χρόνου και οι αλλαγές των κοινωνικών συνθηκών ανέκοψαν, όπως ήταν φυσικό, το ρεύμα. Λίγα από τα βιβλία εκείνης της εποχής επιδεικνύουν σήμερα αντοχή, καθώς όλο και πιο σύγχρονοι προβληματισμοί κερδίζουν το ενδιαφέρον των νεότερων, δημιουργών και αναγνωστών.
Ο «Πολίτης β΄ κατηγορίας», του Στέργιου Βαλιούλη, (σειρά ‘Πολιτική και Ιστορία’ των εκδόσεων GUTENBERG*), αναφέρεται σε μια εποχή η οποία σήμερα φαντάζει τόσο μακρινή όσο και η περίοδος των Βαλκανικών πολέμων. Η ανάγνωσή του, όμως, αποκαλύπτει μια λογοτεχνική αξία που δεν συντρίβεται κάτω από το βάρος του ιστορικού και πολιτικού χαρακτήρα του έργου, άσχετα αν αυτός ήταν που μέτρησε -σύμφωνα πάντα με το πολιτικοποιημένο πνεύμα της εποχής- στην εκτίμηση των υπευθύνων της έκδοσης. Για τους Καβαλιώτες το βιβλίο έχει μια ιδιαίτερη σημασία, καθώς τα γεγονότα διαδραματίζονται κυρίως στην περιοχή και την πόλη της Καβάλας, ενώ τα κείμενα συνοδεύει σπάνιο φωτογραφικό υλικό.
Παρ’ όλη την πηγαία σατιρική του φλέβα, η ατμόσφαιρα του βιβλίου παραμένει βαριά και σκοτεινή, αφού καθρεφτίζει τις δύσκολες εκείνες καταστάσεις, που στη χώρα μας διάρκεσαν κάτι παραπάνω απ’ όσο στη δυτική Ευρώπη. Στο σταυροδρόμι των μεγάλων διλημμάτων, ο Βαλιούλης διαλέγει το δρόμο της αντίστασης ενάντια στον κατακτητή. Πεδίο της δράσης του, η Ανατολική Μακεδονία, γιατί όπως ο ίδιος γράφει: «.....η βουλγαροκρατούμενη περιοχή είχε μεγαλύτερη ανάγκη από ανθρώπους μορφωμένους, γνωστούς, αγαπητούς, τίμιους.....» και «....πως και μόνο με την πληροφορία πως έφτασαν στο Παγγαίο Έλληνες αξιωματικοί, θ’ ανέβαινε το ηθικό τους και θα σταματούσε η καθημερινή εθνική αιμορραγία......».(σελ. 198).
Αυτό λοιπόν, που σε αντίθεση με τους προηγούμενους, φέρνει το συγγραφέα στο «Βουλγαροκρατούμενο Παγγαίο», είναι το χρέος και η ανάγκη. Η πρώτη ανάβαση στο βουνό όπου εδρεύει το αρχηγείο των ανταρτών περιγράφεται ως κοπιώδης και μαρτυρική:
«Μπροστά μας ψηλό, περήφανο, κάτασπρο στην παρθενική ασπιλοσύνη του, γεμάτο χαράδρες κι απότομες πλαγιές, το Παγγαίο. Οι κορφές του είχαν το ίδιο χρώμα με το συννεφιασμένο ουρανό κι έμπλεκαν μαζί του τόσο που δεν ξεχώριζαν. Πίσω μας ο σιωπηλός κάμπος, βουτηγμένος στην καταχνιά που τον πλάκωνε σαν εφιάλτης. Ανηφορίζαμε, ανηφορίζαμε, ανηφορίζαμε, το βουνό πάντα ψηλό, πάντα μακρινές οι κορφές του. Πότε, Θεέ μου, θα τελείωνε το μαρτύριο; Το χιόνι, όσο ανεβαίναμε ψηλότερα, γινόταν παχύτερο, βούλιαζα ως τα γόνατα, ίδρωνα και ξαναϊδρωνα, χίλιες φορές είπα να πέσω κάτω και να βάλω τις φωνές.»(σελ.204)
Το αρχηγείο βρίσκεται κοντά στο Μοναστήρι της Ανάληψης, και ο Βαλιούλης μας παρέχει αρκετά στοιχεία έτσι ώστε να μπορούμε να προσδιορίσουμε με σχετική ακρίβεια τη θέση του (στη σημερινή τοποθεσία Μπουγατίνα). Αρκετά επίσης είναι και τα στοιχεία για το δίκτυο των μονοπατιών της εποχής:
«Σωστός κόμπος συγκοινωνιών το Αρχηγείο. Ένα μονοπάτι απ’ το νοτιά οδηγούσε στο Μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας. Άλλο, απ΄ την αντίθετη κατεύθυνση, το ίδιο κακοτράχαλο, κάνοντας στροφή κατά το βοριά τραβούσε στο λημέρι «Μπαλαμούρη», πάνω από το Ροδολείβος. Δύο άλλα κατηφόριζαν στα χωριά Πρώτη (Κιουπκιοϊ), Κορμίστα και Τσερέπλιανη».(σελ.206)
Παρ’ όλο που το Παγγαίο είναι απομονωμένο σαν νησί - και, επακόλουθα, εύκολο να περικυκλωθεί από εχθρούς - εν τούτοις φιλοξενεί θύλακες αντίστασης και αρχηγεία ανταρτικών ομάδων. Ο συγγραφέας ανεβαίνει για πρώτη του φορά στο βουνό στην αρχή της άνοιξης (Μάρτιος 1941), όταν ακόμα αυτό καλύπτεται από χιόνια. Η κακοκαιρία που συνοδεύει τις πρώτες ημέρες της παραμονής του κάποτε υποχωρεί:
«Απροειδοποίητα κάποιο απόγευμα ο αέρας έκοψε, η ομίχλη έκανε μεταβολή και πήρε ν’ ανηφορίζει κατά τις κορφές και πριν πέσει το σούρουπο φάνηκε επιτέλους ύστερ’ από τόσες μέρες ο κάμπος.
»Μαγεία..
»Η νύχτα πέρασε ήσυχη, φιλική, πλουμισμένη μ’ αστέρια κι όταν ξημέρωσε στον πεντακάθαρο ουρανό φεγγοβόλησε ο θεός Ήλιος.»(σελ.216-217).
Έτσι, εξήντα επτά ολόκληρα χρόνια μετά την περιγραφή του Σταύρου Μερτζίδη, ένας άλλος συγγραφέας, ο Στέργιος Βαγιούλης, καταθέτει τις δικές του εντυπώσεις για το μεγαλείο του βουνού, και την επίδραση που ασκεί στη φιλοσοφία του:
«Κάθησα στο βράχο του παρατηρητήριου και για πολλήν ώρα θάμαζα το εξαίσιο θέαμα του κάμπου. Αντίκρυ, στα πόδια σχεδόν του βουνού, η Δράμα, δεξιότερα το Ινστιτούτο Καλυτερεύσεως καπνού (αν θυμάμαι καλά την ονομασία του), ύστερα η Τσατάλτζα, το Δοξάτο, οι Φίλιπποι, τα υψώματα της Καβάλας. Ο Αγγίτης με την φιδωτή κοίτη, τα πυκνά δέντρα που κάλυπταν τις όχθες του. Αριστερώτερα ο Στρυμώνας, μεταξένια κορδέλλα σε χρώμα ασημιού. Τα μικροσκοπικά σπίτια των χωριών, ένα απίθανα μικρό τραινάκι που πότε έδειχνε τη μεγάλη πλευρά του κι έμοιαζε μυρμήγκι, πότε τη μικρή και τότε το χάναμε απ’ τα μάτια μας και μόνο απ’ τον καπνό μπορούσε να προσδιορίσει κανείς την θέση του.
»Θεέ μου, πόση μεγαλοπρέπεια είχε το απέραντο τοπίο αλλά και πόσο ψεύτικα φαίνονταν τ’ ανθρώπινα επιτεύγματα, τα τετράγωνα φρεσκοοργωμένα χωράφια, οι δρόμοι, τα σπίτια, όλα...
»Συλλογίστηκα πως αν μας υποχρέωναν μια τουλάχιστο φορά το χρόνο να συνοδέψουμε νεκρό στην τελευταία κατοικία του ή ν’ ανεβούμε σε ψηλή κορφή κι απ’ εκεί ν’ αντικρύσουμε την μηδαμινότητα των «θαυμαστών» ανθρώπινων έργων, θα βάζαμε αρκετό νεράκι στο κρασί μας και θα ενεργούσαμε πιο ανθρώπινα, πιο προσγειωμένα».(σελ.217).
Μια επόμενη αναφορά λίγο παρακάτω (σελ.229) υπογραμμίζει εντονότερα τις διαφορές. Η γοητεία της φύσης που διακατείχε τους προηγούμενους αφηγητές παραμένει δυνατή, οι συνθήκες όμως εμφανίζονται αντίξοες. Το βουνό βρίσκεται περικυκλωμένο απ’ τον εχθρό και είναι η θάλασσα, στο βάθος, που δίνει την αίσθηση της φυγής και της ελευθερίας:
«Όσο κι αν είταν δύσκολες οι ώρες,.....δεν μπορούσα να κλείσω τα μάτια μπροστά στην τόσην ομορφιά του τοπίου όταν ξέφτιζαν κάπου κάπου οι γάζες της ομίχλης. Δάση από θεόρατες οξυές, βαθιές ρεματιές και χαράδρες στολισμένες φουντωτά πεύκα και κέδρα, άλλες γεμάτες ρείκια κι αγριοπασχαλιές ή καταπράσινο πουρνάρι με σκληρά αγκαθωτά φύλλα, απότομοι γκρεμοί κι υψώματα, απίθανοι βράχοι ριζωμένοι στη γης, άλλοι έτοιμοι να κυλήσουν καθώς έγερναν ξεκρέμαστοι πάνω από γκρεμούς, χαμηλά ο σιωπηλός κάμπος γεμάτος αγωνία, χιόνι ελπίδα, αντικρύ το Σύμβολο, χιονισμένο κι αυτό και πέρα η θάλασσα, η όμορφη, η αγαπημένη θάλασσα».
Μια άμεση αναφορά στο ορειβατικό καταφύγιο «Αργύρης Πεταλούδας», που ήταν και το μόνο που υπήρχε εκείνη την εποχή, γίνεται στην σελ.267:
«Η πρωτομαγιά του 1944 μας βρήκε στο καινούργιο λημέρι που φτιάξαμε κάπου στην παρυφή του δάσους, λίγες κατοσταριές μέτρα χαμηλότερα από το καταφύγιο που είχαν χτίσει πριν από τον πόλεμο οι ορειβάτες».
Η εξέλιξη των εχθροπραξιών φέρνει τους αντάρτες στο Τσαλ - Νταγ (κορυφή του όρους της Λεκάνης), όπου περικυκλωμένοι από εχθρικές δυνάμεις περνούν δύσκολες ώρες. Η πείνα, η δίψα και οι κακουχίες, τους κάνουν να επιθυμούν την επιστροφή τους στο Παγγαίο, καθώς πιστεύουν πως στα απόκρημνα λημέρια του θα βρουν τη σωτηρία. «Το Παγγαίο είταν φιλικό βουνό, το βουνό «μας», δε θα μας απογοήτευε».(σελ. 347) Δυστυχώς, στα περάσματα στον κάμπο των Φιλίππων και του Αμυγδαλεώνα, που χωρίζουν τα δύο βουνά, έχουν στηθεί εχθρικές ενέδρες, κι έτσι, στις τελευταίες αυτές μέρες του πολέμου, η αγωνία του αναγνώστη για την έκβαση κορυφώνεται. Ο Βαλιούλης επιζεί των φονικών συγκρούσεων και βρίσκεται πάλι στο Παγγαίο. Το παρακάτω απόσπασμα αποτελεί μια ανάσα γαλήνης μέσα στην φρίκη του πολέμου.
«Σ’ όλες τις εποχές, όλες τις μέρες και τις νύχτες, τις ώρες και τα δευτερόλεφτα, το Παγγαίο είναι όμορφο. Και σε περίοδο χιονοθύελλας ακόμα, όταν ουρλιάζουν μανιασμένοι αγέρηδες και στριφογυρίζουν σπυρωτό το χιόνι, έχει μια τέτοιαν άγρια ομορφιά που δε σ’ αφήνει ασυγκίνητο. »Εκείνο όμως που δε συγκρίνεται είναι το δειλινό, το αυγουστιάτικο δειλινό του. Περπατούσα κι είχα διάθεση να τραγουδήσω, να χορέψω, να πηδήξω, να ουρλιάσω από χαρά, στεκόμουν και το θάμαζα, φούσκωνα τα πνευμόνια και ρουφούσα τη δροσιά και τις μυριάδες ευωδιές, πετούσα. Ναι, το Παγγαίο είναι υπέροχο βουνό.»
Είναι και η τελευταία αναφορά του για το βουνό. Η απελευθέρωση έρχεται και, στις τελευταίες σελίδες, ο συγγραφέας την πανηγυρίζει στο κέντρο της Καβάλας μαζί με πλήθος λαού, λίγο καιρό πριν γίνει αντιληπτό ότι αλλιώς είχαν φανταστεί την ελευθερία τους όσοι πραγματικά αγωνίστηκαν γι’ αυτήν.
 

*Η τρίτη έκδοση του βιβλίου κυκλοφόρησε ξαναδουλεμένη, το 1985, από τις ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ