Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Κοσμάς Χαρπαντίδης

1998. « Ένας χώρος μνήμης και λατρείας της φύσης».

Η ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΟΥ ΚΟΣΜΑ ΧΑΡΠΑΝΤΙΔΗ.

Ο Κοσμάς Χαρπαντίδης γεννήθηκε το1959 στο Κάτω Νευροκόπι Δράμας και ζει στην Καβάλα όπου δικηγορεί. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1993 με τα αφηγήματα «Μανία Πόλεως», (Επικαιρότητα). Ακολούθησαν τα διηγήματα «Οι εξοχές των νεκρών», (Νεφέλη,1995) και «Το έκτο  δάκτυλο», (Κέδρος, 2002), υποψήφιο για το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω». To 2006 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Τα δώρα του πανικού», (Κέδρος), υποψήφιο για το βραβείο μυθιστορήματος 2006 στις μικρές λίστες του περιοδικού «Διαβάζω» και του περιοδικού «Δέκατα». Το 1997 έγραψε το «Ταξίδι με θέα τη θάλασσα», ένα θεατρικό αναλόγιο για την Καβάλα με κείμενα διαφόρων συγγραφέων και ενδιάμεσες συνδέσεις δικές του. Είναι μέλος της Εταιρίας Συγγραφέων. Συνεργάστηκε στην έκδοση των περιοδικών «Υπόστεγο» και «Περιωδικό της πόλης», ενώ κείμενά του έχουν κατά καιρούς, δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά.

Τον Ιούλιο του 1998 ο Κοσμάς Χαρπαντίδης γράφει το κείμενο για ένα ντοκιμαντέρ με θέμα το Παγγαίο, της εταιρίας «Τηλεθέαση», σε σκηνοθεσία του Ηλία Κρητικού και τεχνική επιμέλεια του Κωνσταντίνου Μαναρά. Το ενδιαφέρον του κειμένου για την παρούσα ανθολογία δεν βρίσκεται τόσο στο πληροφοριακό του υλικό, όσο στον προσωπικό τρόπο της απόδοσης του θέματος από τον Καβαλιώτη λογοτέχνη. Το γραμμένο για να συνοδεύεται από μουσική και εικόνα κείμενό του, ξεκινά ως εξής:

«Ακούς παντού την ανάσα των θεών καθώς διασχίζεις το χρυσοφόρο όρος Παγγαίο δίπλα στα αιωνόβια δέντρα, τα απότομα περάσματα των βράχων, τις φτέρες και τις πηγές. Οι θρύλοι και οι παραδόσεις ξεπηδούν μέσα από τους πανάρχαιους δρόμους των χρυσωρυχείων του, τις κορυφές του που χάνονται μέσα στα εκατόφυλλα ρόδα και τα βαριά σύννεφα, μέσα από την οργιαστική βλάστηση ανάμεσα στις φωνές των Μαινάδων».

Μέρος των μύθων και των θρύλων του όρους, αποδίδει το παρακάτω απόσπασμα, το οποίο και επιχειρεί μια σύγκριση που περιέχει μια θεμιτή δόση τοπικισμού, αν και σίγουρα αδικεί πολλά από τα υπόλοιπα βουνά της πατρίδας μας:

«....επιλέξαμε τον Μάιο μήνα για μια γοητευτική ξενάγηση στο βουνό που έχει ταυτιστεί με τις φωνές των διονυσιακών θιάσων. Θαρρείς ακόμη και σήμερα ότι οι Βάκχες και οι Μαινάδες, οι Σάτυροι και οι Σιληνοί θα προβάλλουν μέσα από την οργιαστική βλάστηση μιας πολυσύνθετης και πολύχρωμης χλωρίδας. Διανύουμε πανάρχαια μονοπάτια και δίπλα μας μυρίζουν η ρίγανη και η μέντα, ο αγριόδυοσμος, το τσάι και η φλαμουριά. Όλο το βουνό βυθίζεται στην βλάστηση, πουθενά δεν θυμίζει τα φτωχά σε βλάστηση βουνά της Ελλάδας και της περιοχής.».

Αξίζει να παρατηρήσουμε τη συνδιαλλαγή του συγγραφέα με τα κείμενα των παλαιότερων ομότεχνών του: «Σ’ όλες τις εποχές, όλες τις μέρες και τις νύχτες, τις ώρες και τα δευτερόλεφτα, το Παγγαίο είναι όμορφο» έγραφε ο Βαλιούλης και συνέχιζε εκθειάζοντας τις χάρες του βουνού. Σαρανταπέντε χρόνια αργότερα, ο Χαρπαντίδης γράφει:

«Από όποια πλευρά κι αν το αντικρίσεις το Παγγαίο υψώνεται μεγαλειώδες, με όγκους γεμάτους πλαστική έκφραση και καμπύλες, κατάφυτες και αρμονικές, ακατάλυτο από το χρόνο, όμως πάντα ανθρώπινο, ποτέ άγριο και απρόσιτο. Καθώς προβάλλει μέσα στην γαλάζια απεραντοσύνη του μεσογειακού φωτός με τις κορυφές του, άλλοτε μενεξεδένιες, ρόδινες ή γεμάτες αναλυτό χρυσάφι και άλλοτε χιονισμένες και ολόλευκες, γεμίζει με δέος την ψυχή του επισκέπτη. Το παρελθόν του παράλληλα υποβάλλει ένα μυστικισμό στην ανθρώπινη ψυχή».

Αν βρεθείς στην κορυφή του Παγγαίου με καθαρό ορίζοντα, το βλέμμα σου θα μαγνητιστεί από το χαρακτηριστικό όγκο που ορθώνεται στη θάλασσα. Μοιάζει σαν παιχνίδι της φύσης η θεόρατη υψωμένη κατάληξη μιας επιμήκους και επίπεδης ξηράς. Είναι ο Άθωνας. Όταν οι νεφώσεις είναι χαμηλές, η κορυφή του αναδύεται σαν νήσος της ουτοπίας σ’ ένα κόσμο παραμυθιού και μυστηρίου. Αν, αντίθετα, βρεθείς στην κορυφή του Άθωνα με ανάλογες συνθήκες, τότε οι ρόλοι αντιστρέφονται. Τώρα είναι το Παγγαίο που διεκδικεί τη πρωτεύουσα θέση του στο γεωγραφικό και ιστορικό ορίζοντα. Κι αν πάλι βρεθείς ανάμεσά τους, σε συνεπαίρνει η αίσθηση της συνδιαλλαγής των δυο γειτονικών γιγάντων, που τους έλαχε να οριστούν ως τόποι επικοινωνίας του ανθρώπου με το Θείο. Η ‘αντιπαλότητα’ δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Γάλλο αρχαιολόγο και καθηγητή αρχαιολογίας και ιστορίας της τέχνης Paul Perdizet που πριν από 85 χρόνια, στην εισαγωγή του έργου του «Λατρείες και Μύθοι του Παγγαίου», έγραφε:

«Αρκετές φορές, βλέποντας πάνω από τον Στρυμονικό κόλπο να διαγράφεται στα δύο άκρα του ορίζοντα, από την μια η κωνική σιλουέτα του Άθωνα κι από την άλλη η κορυφή του Παγγαίου, αναρωτήθηκα ποιό από τα δύο βουνά δικαιούται καλύτερα να πάρει στην παγκόσμια ιστορία το όνομα «Άγιο Όρος». Διότι, αν η πολιτεία των Αγιορειτών Μοναχών είναι ένα μοναδικό παγκόσμιο φαινόμενο πνευματικού εξαγνισμού, το Παγγαίο περιλαμβάνεται ανάμεσα σε κείνες τις ιερές κορυφές απ’ τις οποίες ξεχύθηκαν προς τον αρχαίο κόσμο μυστικιστικές λατρείες και θρησκευτικές ζύμες, που την επίδρασή τους, όσο και αν αυτή δεν μπορεί εύκολα να μετρηθεί, δεν θα την αρνηθεί ποτέ κανείς.»

Παρόμοιος ο προβληματισμός αναδύεται και σε κάποιο σημείο του κειμένου του Κοσμά Χαρπαντίδη, ο οποίος γράφει:

«Το Παγγαίο στέκεται σχεδόν απέναντι από το άλλο ιερό βουνό, τον Άθωνα και θαρρείς προκαλεί την κιβωτό της Ορθοδοξίας σε μια διαρκή αντιπαράθεση κόσμων και λατρειών. Από την μια μεριά η μοναστική πολιτεία της σιωπής και της προσευχής και εδώ σε λίγα χιλιόμετρα οι όλο ζωή και έκσταση μυστικές τελετές των μαινάδων, που ακούγονται στους στίχους του Αισχύλου. Και μαζί η αποθέωση του Διονύσου, θεού του έρωτα, του κρασιού και της διασκέδασης.....»

Συνδιαλλαγή ορέων, συνδιαλλαγή κειμένων. Ο αρχαιολόγος και έφορος αρχαιοτήτων Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης Δημήτρης Λαζαρίδης στο κείμενό του με τίτλο «Ο χρυσός του Παγγαίου και τα κοσμήματα της Αμφιπόλεως» γράφει:

«Από τα πιο όμορφα βουνά της Ελλάδος το Παγγαίο, απ’ όπου κι αν το δεις, υψώνεται γεμάτο μεγαλείο προς τα ύψη, αιώνιο κι ακατάλυτο από τον χρόνο, με όγκους γεμάτους πλαστική έκφραση, με καμπύλες και τόνους που συνθέτουν αρμονία, με χρώματα όλο ευαισθησία και ποίηση. Κι οι κορυφές του καθώς προβάλλονται στη γαλάζια απεραντοσύνη του ουρανού, άλλοτε μενεξεδένιες, ρόδινες ή γεμάτες χρυσάφι, άλλοτε χιονισμένες ολόλευκες κι άλλοτε πάλι σκεπασμένες από βαριά σύννεφα, είναι γεμάτες μυστήριο κι ασκούν μια επιβλητική επίδραση στην ανθρώπινη ψυχή.»

Σε ανάλογο τόνο κλείνει και η εργασία του Καβαλιώτη λογοτέχνη για το ντοκιμαντέρ:

«Το Παγγαίο παραμένει πάντα ένα βουνό πρόκληση για όλους μας. Είναι το βουνό της άγριας ομορφιάς που συνδυάζει μια πολύχρωμη παλέτα από θρύλους και παραδόσεις με την ανάγκη του σημερινού αστού να απολαύσει τη φύση χωρίς παρεμβάσεις και ενοχλητική αξιοποίηση. Είναι το βουνό για όλες τις εποχές. Ένας χώρος μνήμης και λατρείας της φύσης που δίκαια μυθοποιήθηκε από την εποχή των αρχαίων μας, που το ξεχώρισαν από τα δεκάδες βουνά της χώρας, το τραγούδησαν και το αγάπησαν με πάθος».