Το πρωτοποριακό, και ιστορικής πια σημασίας, ορειβατικό περιοδικό «Το βουνό», έγραφε μεταξύ των άλλων για τον Κώστα Στούρνα, τον Ιανουάριο του 1939, ότι «προτερήματα όπως η αντικειμενική και χωρίς στόμφο αφήγησή του είναι κάτι το σπάνιο στη φτωχή μας ορειβατική φιλολογία». Ανάλογα ευνοϊκά ήταν και τα σχόλια μεγάλης μερίδας του τύπου που υποδεχόταν το βιβλίο «Ελληνικά βουνά».
Το βιβλίο του Κώστα Στούρνα αποτελεί πολύτιμο απόκτημα για τους λίγους τυχερούς κατόχους του. Στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Καβάλας, ξεφυλλίζοντας το μοναδικό αντίτυπο, συνειδητοποιείς την ιδιότυπη μάχη που δίνει απέναντι στη φθορά του χρόνου ο γραπτός λόγος. Τα ξέθωρα - και παρωχημένης πλέον αισθητικής -εξώφυλλα, οι κιτρινισμένες σελίδες, οι σπάνιες φωτογραφίες εποχής, τα απαθανατισμένα πρόσωπα των πρωτοπόρων της Ελληνικής ορειβασίας, ο άγνωστος στους σημερινούς υπολογιστές τύπος γραμματοσειράς, και, τέλος, ο καθ’ εαυτός όγκος ενός βιβλίου που έχει ως αποκλειστικό περιεχόμενο τις περιγραφές αναβάσεων σε Ελληνικά βουνά, υπόσχονται ένα ενδιαφέρον, από κάθε άποψη, εύρημα.
Τα «Ελληνικά βουνά» δεν είναι το μόνο βιβλίο του συγγραφέα, ούτε και το μόνο που αναφέρεται στα βουνά. Αφηγήματά του με τον τίτλο «Ιστορίες του Βουνού» κυκλοφορούν το 1943. Επίσης, θαλασσινά διηγήματα, ποιήματα και χρονικά (όλα δυσεύρετα ή στ’ αζήτητα των δημοτικών βιβλιοθηκών). Τα «Ελληνικά βουνά» διεκδικούν όμως μια πρωτοτυπία. Είναι το πρώτο βιβλίο αποκλειστικά αφιερωμένο σε περιγραφές ορειβατικών αναβάσεων από συγγραφέα-ορειβάτη, πολύτιμο, επομένως, κομμάτι της φτωχής εν γένει βιβλιογραφίας του συγκεκριμένου είδους.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνονται περιγραφές αναβάσεων σε Όλυμπο, Παναιτωλικό, Τυμφρηστό, Βέρμιο, Γράμμο, Βόρα, Πήλιο, Οίτη, Παρνασσό, Πάρνηθα, Παναχαϊκό, Χελμό, Ταύγετο, Λευκά ΄Ορη Κρήτης, Ευβοϊκά βουνά, σε διάφορες νησιωτικές κορφές, αλλά και στο Παγγαίο. Στο δεύτερο μέρος, διάφορες ιστορίες που διαδραματίζονται σε βουνά, στις οποίες, μεταξύ των άλλων, θα βρούμε αρκετά σημαντικά στοιχεία για τους ζώντες θρύλους της ορειβασίας. Επίσης, εντύπωση μας προκαλεί η οικολογική συνείδηση του συγγραφέα και η αναφορά του στην προστασία της άγριας ζωής, σε μια εποχή μάλιστα που οι εκπρόσωποί της πολύ απείχαν από το σημερινό χείλος της οριστικής εξαφάνισης. Κι όλα αυτά δοσμένα με γνησιότητα κι ευαισθησία που παραπέμπει σε εποχές των μαθητικών μας χρόνων, και δικαιολογεί την όποια αφέλεια πιθανόν να διέκριναν στο ύφος του τα σύγχρονα μέτρα της κριτικής αξιολόγησης.
Ο πρόλογος του βιβλίου θα μπορούσε να λειτουργεί ως η καλύτερη διαφήμιση της ορειβατικής δραστηριότητας. Μεταξύ των άλλων γράφει:
«Αν ρίξουμε μια ματιά στον Ελληνικό χάρτη - αυτόν που οι ορειβάτες βλέπουν στη φυσική του έκταση από τις κορυφές των αγαπημένων τους βουνών - θα ιδούμε τι παράδοξα όμορφο σύμπλεγμα ορεινών πτυχώσεων είναι η πατρίδα μας. Δεν υπάρχει ελληνικό γεωγραφικό διαμέρισμα, χωρίς ψηλά και όμορφα βουνά…Για να πεισθεί όμως κάποιος ότι τα βουνά μας δεν είναι απλώς ύψη, μα το καθένα έχει τη δική του γοητεία, ας κουραστεί ν’ ανέβει τα πλάγια τους και τις κορυφές».
Το κεφάλαιο, λοιπόν, που τιτλοφορείται «ΠΑΓΓΑΙΟ», ξεκινά ως εξής:
«Νυχτοπερπάτημα στο Παγγαίο.. Πολύωρο νυχτοπερπάτημα σε κακοτοπιές και φαράγγια, πλαγιές, ρεματιές και σκοτεινά παρθένα δάση, που σ’ αυτό είναι συνηθισμένοι μονάχα οι σκληροί άνθρωποι του βουνού. Το ζήσαμε τούτο το θάμα με τους ορειβάτες της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας, που ανέβηκαν νύχτα στο Παγγαίο, για να βρεθούν την άλλη μέρα, ξημερώματα, στις κορυφές. Κάπου τέσσερις - πέντε ώρες νυχτερινή πορεία. Κάπου 1.500 μέτρα δύσκολη ανηφοριά. Μια ομάδα πενήντα - εξήντα ανθρώπων».
Εκείνο που στο συγκεκριμένο κεφάλαιο προκαλεί έκπληξη είναι ο μεγάλος αριθμός των ατόμων (50 - 60 αναφέρει ο συγγραφέας) τα οποία, με αφετηρία το χωριό της Αυλής, ξεκινούν για νυχτερινή πορεία προς το καταφύγιο «ΑΡΓΥΡΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ*», όπου τελικά και φτάνουν. Στα είκοσι περίπου χρόνια που ακολουθώ τον πλέον δραστήριο ορειβατικό σύλλογο της πόλης, τον Ε.Ο.Σ. Καβάλας, ο αριθμός αυτός δεν προσεγγίστηκε ούτε καν στις κοινές με τους συλλόγους της Θεσσαλονίκης αναβάσεις. Αυτό οδηγεί για μια ακόμα φορά στο συμπέρασμα πως την εποχή εκείνη η σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον και τις φυσικές δραστηριότητες ήταν διαφορετική, κάτι που χάθηκε σταδιακά με την ευκολία των αυτοκινήτων και των δασικών δρόμων, που πηγαίνουν πια σχεδόν παντού.
Η σύνθεση της ομάδας είναι πολυποίκιλη. Άνδρες, νέοι, γέροι, γυναίκες, κοπέλες, -μακεδονικά ρόδα όπως τις αποκαλεί - και παιδιά, όλοι συγκεντρωμένοι στο χωριό της Αυλής, απ’ όπου θα ξεκινήσει η νυχτερινή ανάβαση.
Η νυχτερινή ανάβαση είναι κάτι που γενικά αποφεύγεται ακόμα κι από έμπειρους ορειβάτες, καθώς προϋποθέτει άριστη γνώση της περιοχής. Η νύχτα προσδίδει επιπλέον στη ρομαντική ατμόσφαιρα του εγχειρήματος. Τα σακίδια φορτώνονται στα μουλάρια, οι οδηγοί βγαίνουν μπροστά, ενώ ο αρχηγός μένει πίσω για να βοηθάει τους αργοπορημένους. Το χαρούμενο πλήθος ξεκινά, γέλια και κουβέντες αντιλαλούν. Σπάνια, ή μάλλον μοναδική σε γλαφυρότητα, είναι και η περιγραφή του νυχτερινού Παγγαίου που ακολουθεί:
«Είναι νύχτα, χωρίς φεγγάρι, μα ο ουρανός του Παγγαίου λάμπει γιομάτος άστρα και ομορφιά, σα να στολίστηκε για να δεχτεί τους ξένους. Πολύφωτοι οι αστερισμοί της Κασσιόπης, της Άρκτου, του Πηγάσου, του λαμπρού Ωρίωνα, θαύμα νυχτερινό, μες το σκοτάδι της βουνήσιας νύχτας το πολύαστρο ποτάμι του Γαλαξία, που ζώνει τρεμοσβήνοντας τον ουρανό. Σε ποιας βασίλισσας κεφάλι μπορεί να ιδεί ο κοσμικός της πολιτείας τέτοια στέμματα; Το σκοτεινό δάσος κλέβει την ομορφιά του, αναθροεί το φύλλωμά του, σα ν’ ανασαίνει την πνοή του Σύμπαντος».
Επίσης σπάνιο - και κάπως περίεργο, ομολογουμένως, για τα αυστηρά ήθη της εποχής - είναι το περιστατικό με το νεαρό ζευγάρι, το οποίο ξεκόβει προσωρινά από την παρέα για να χαρεί τον έρωτά του, συνταιριάζει όμως θαυμάσια με τη διονυσιακή ατμόσφαιρα του νυχτερινού Παγγαίου:
«Ένα μεθυσμένο από τον έρωτα ζευγάρι μνηστευμένων, που ανεβαίνει χειροπιασμένο το βουνό, γλυστράει στη στροφή του μονοπατιού και βρίσκεται κάτω από την όχθη στην κατηφοριά. Το βουνό κι’ εδώ δείχνεται ευγενικό στους απρόσεκτους νεαρούς. Παχύ στρώμα δροσερής φτέρης έχει στρώσει και τους προφυλάει από τραύματα. Το επεισόδιο όμως γίνεται αιτία νέου κεφιού στη συντροφιά και πειραγμάτων».
Ο επίλογος, στο ίδιο πάντα κλίμα, έρχεται με την άφιξη στο καταφύγιο, την εκεί διανυκτέρευση και την ανάβαση, το επόμενο πρωί, στις κορυφές:
«....ώσπου έρχεται το χρυσάφι του φεγγαριού που ανατέλλει και σκορπάει στη βουνήσια νύχτα τα μάγια του. Ακούονται επιφωνήματα χαράς, σιγοτράγουδα, μουρμουρίσματα, ακούγονται ύμνοι στη Σελήνη, το σιγαλό άστρο που ημερεύει την ερημιά με το ήρεμο φως του. Κι’ έτσι με νέα δύναμη η συντροφιά ανεβαίνει ως το ξέφωτο, όπου τους υποδέχεται η φιλόξενη στέγη του Καταφυγίου. Ολιγόωρος ξεκουραστικός ύπνος στο καταφύγιο και νέα προσπάθεια την αυγή, για τις ψηλές κορυφές του Μακεδονικού βουνού, που προσφέρουν νέα δώρα, απίθανης ομορφιάς, χαρές του ματιού και της ψυχής. »
Πολύωρο νυχτοπερπάτημα στο βουνό. Λίγη κούραση, μα πόσο πλούσια ανταμοιβή για τους νυχτοπερπατητές ορειβάτες!».
Το κείμενο του Κώστα Στούρνα είναι ένας ύμνος στη φύση, στον έρωτα, στη χαρά της ζωής. Ζωντανό, ανάλαφρο, απαλλαγμένο από το βάρος ιστορικών και αρχαιολογικών παρατηρήσεων, την προσπάθεια απόδειξης της μιας ή της άλλης θεωρίας, ή την ανάγκη καταγραφής στοιχείων που θα το εξέτρεπαν από την ποιητική του ρότα. Ένα κείμενο γραμμένο από ορειβάτη, που κατανοεί το αληθινό πνεύμα της ορειβασίας, νιώθει τη χαρά του εγχειρήματος, απολαμβάνει την αναγέννηση σώματος και ψυχής, χωρίς να νοιάζεται για πρωτιές κι ανταγωνισμούς, που σήμερα ενσκήπτουν στην αθλητική αυτή δραστηριότητα.
Από τότε έχουν περάσει εξήντα εννιά χρόνια, και η εποχή εκείνη των ανθρώπων και των συνηθειών τους μοιάζει μακρινή. Όμως στην ανεπιτήδευτη και ολοζώντανη μαρτυρία του Κώστα Στούρνα μπορούμε ν’ αναγνωρίσουμε τις αξίες που συνεχίζουν να παραμένουν ίδιες, γνήσιες κι άφθαρτες, μέσα στις καταιγιστικές αλλαγές των καιρών.
Το κείμενο αυτούσιο και με την ορθογραφία του συγγραφέα:
ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΟΥΡΝΑΣ
Τα Ελληνικά βουνά: ΠΑΓΓΑΙΟ
Νυχτοπερπάτημα στο Παγγαίο... Πολύωρο νυχτοπερπάτημα σε κακοτοπιές και φαράγγια, πλαγιές, ρεματιές και σκοτεινά παρθένα δάση, που σ’ αυτό είναι συνηθισμένοι μονάχα οι σκληροί άνθρωποι του βουνού. Το ζήσαμε τούτο το θάμα με τους ορειβάτες της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας, που ανέβηκαν νύχτα στο Παγγαίο, για να βρεθούν την άλλη μέρα, ξημερώματα, στις κορυφές. Κάπου τέσσερις - πέντε ώρες νυχτερινή πορεία. Κάπου 1.500 μέτρα δύσκολη ανηφοριά. Μια ομάδα πενήντα - εξήντα ανθρώπων. Ανάμεσα σ’ αυτούς και γέροι σχεδόν, σκληροί πεζοπόροι, λάτρεις του βουνού, που κρατούν στην ψυχή τους τη δύναμη της αθάνατης κλεφτουριάς και νοιώθουν το βουνό παιχνίδι. Μαζύ τους και γυναίκες και κοπέλλες - μακεδονικά ρόδα - που πρωτοανέβαιναν και τρελλά παιδιά, νέοι, παλληκάρια, μεθυσμένα από τη δροσιά της βουνήσιας νύχτας, τα αρώματα των βοτανιών, της φτέρης και της οξυάς, το υγρό τραγούδι των πηγών, την αναπνοή του παρθένου δάσους! Συγκεντρώθηκαν όλοι στο φιλόξενο χωριό Αυλή, με τον ευγενικό χωρικόκοσμο, τις γελαστές γυναίκες, τα ντροπαλά κορίτσια, τα διστακτικά παιδάκια. Φόρτωσαν στα μουλάρια τα σακκίδια, συγκρότησαν πεζοπορικά την ομάδα, βγήκαν μπροστά οι οδηγοί, πίσω ο αρχηγός για να προσφέρει βοήθεια στους καθυστερημένους και ξεκίνησαν. Ήταν νύχτα πια, όταν βγήκαν από το χωριό και πήραν την ανηφοριά. Μονοπάτι και γιδόστρατες, που ξεφεύγουν απατηλά στις κακοτοπιές, πότε ανηφορίζοντας, πότε κατηφορίζοντας στις ρεματιές. Κι’ όμως, το πλήθος χαρούμενο, πολύβοο, φλύαρο. Κουβεντούλες, επιφωνήματα, χαχανητά, συνοδεύουν τα ηλεκτρικά φαναράκια, που ανάβουν και σβήνουν κατά την ανάγκη της στιγμής...
Είναι νύχτα, χωρίς φεγγάρι, μα ο ουρανός του Παγγαίου λάμπει γιομάτος άστρα και ομορφιά, σα να στολίστηκε για να δεχτεί τους ξένους. Πολύφωτα οι αστερισμοί της Κασσιόπης, της Άρκτου, του Πηγάσσου, του λαμπρού Ωρίωνα, θαύμα νυχτερινό, μες το σκοτάδι της βουνήσιας νύχτας το πολύαστρο ποτάμι του Γαλαξία, που ζώνει τρεμοσβήνοντας τον ουρανό. Σε ποιας βασίλισσας κεφάλι μπορεί να ιδεί ο κοσμικός της πολιτείας τέτοια στέμματα; Το σκοτεινό δάσος κλέβει την ομορφιά του, αναθροεί το φύλλωμά του, σα ν’ ανασαίνει την πνοή του Σύμπαντος. Η δροσιά του οράματος και η δροσιά του δάσους δίνουν πνοή ζωής στους πεζοπόρους. Κάποιοι αρχίζουν το κλέφτικο τραγούδι, άλλοι χειροπιάνονται για να σκαρφαλώσουν τον όχτο, άλλοι ξεφωνίζουν για να βρούν τον φίλο που έχασαν πίσω από τους θάμνους. Ένα μεθυσμένο από τον έρωτα ζευγάρι μνηστευμένων, που ανεβαίνει χειροπιασμένο το βουνό, γλυστράει στη στροφή του μονοπατιού και βρίσκεται κάτω από την όχθη στην κατηφοριά. Το βουνό κι’ εδώ δείχνεται ευγενικό στους απρόσεκτους νεαρούς. Παχύ στρώμα δροσερής φτέρης έχει στρώσει και τους προφυλάει από τραύματα. Το επεισόδιο όμως γίνεται αιτία νέου κεφιού στη συντροφιά και πειραγμάτων. Ο αρχηγός, που ασχολείται συνεχώς με την περισυλλογή των καθυστερημένων, κάνει τις παρατηρήσεις του, δίνει οδηγίες. Πιο πάνου στάση στη ρεματιά με το τρεχούμενο νερό για ξεκούραση, ξεδίψασμα στη δροσοπηγή λίγα λεπτά και ξανά περπάτημα στο μονοπάτι.
Τώρα έρχεται το σκοτεινό δάσος με τις θεόρατες οξυές που σκεπάζουν με το πυκνό τους φύλλωμα τον ουρανό, κρύβουν τα άστρα, απλώνουν γύρω στους ανθρώπους το μεγάλο μυστήριο της ζούγκλας. Δάσος που γεννάει στην ανθρώπινη ψυχή το ρίγος του μεγάλου φόβου και θυμίζει, με την μεγαλόπρεπη αγριάδα του, τους πρώτους στίχους του αθάνατου ποιήματος του Δάντη. Δεν υπάρχουν όμως στο Παγγαίο πάνθηρες, παρδάλεις, κι’ άλλα αγρίμια να σπείρουν τον ψυχοφθόρο τρόμο. Ίσως να υπάρχει μόνο κανένας άκακος λαγός, νυχτοπούλι, ή το πολύ λύκος, που τρέμει το πλήθος των ανθρώπων και φεύγει στον θόρυβο των βημάτων τους, ώσπου έρχεται το χρυσάφι του φεγγαριού που ανατέλλει και σκορπάει στη βουνήσια νύχτα τα μάγια του. Ακούονται επιφωνήματα χαράς, σιγοτράγουδα, μουρμουρίσματα, ακούονται ύμνοι στη Σελήνη, το σιγαλό άστρο που ημερεύει την ερημιά με το ήρεμο φως του. Κι’ έτσι με νέα δύναμη η συντροφιά ανεβαίνει ως το ξέφωτο, όπου τους υποδέχεται η φιλόξενη στέγη του Καταφυγίου. Ολιγόωρος ξεκουραστικός ύπνος στο καταφύγιο και νέα προσπάθεια την αυγή, για τις ψηλές κορυφές του Μακεδονικού βουνού, που προσφέρουν νέα δώρα, απίθανης ομορφιάς, χαρές του ματιού και της ψυχής.
Πολύωρο νυχτοπερπάτημα στο βουνό. Λίγη κούραση, μα πόσο πλούσια ανταμοιβή για τους νυχτοπερπατητές ορειβάτες.
* Το μικρό καταφύγιο του Αργύρη Πεταλούδα, το παλαιότερο του Παγγαίου, χρωστά το όνομα του στο θρυλικό λάτρη του βουνού, που σύμφωνα με τις ιστορίες παλαιοτέρων συνήθισε να το ανεβαίνει κάθε μέρα. Σήμερα βρίσκεται μισογκρεμισμένο και παραμερισμένο από προτεραιότητες που υπόσχονται ένα αμφίβολο υλικό κέρδος.