Το Νεπάλ είναι μια μικρή ορεινή χώρα στις νότιες πλαγιές των Ιμαλαΐων, «στριμωγμένη» ανάμεσα στην Ινδία και στο Θιβέτ. Ονομάζεται και «Ορεινό Βασίλειο», καθώς τα 9/10 του εδάφους της καλύπτονται από ψηλά βουνά. Τα βόρεια σύνορα της χώρας αποτελεί η οροσειρά των Ιμαλαΐων, η οποία εκτείνεται σε μήκος περίπου 800 χλμ, σχηματίζοντας ένα τεράστιο ορεινό τοίχο που χωρίζει το Νεπάλ από το Θιβέτ. Μόνο στα νότια του Νεπάλ υπάρχει μια μικρή κοιλάδα, μέρος της κοιλάδας του ποταμού του Γάγγη, η οποία αποτελεί ελώδη ζούγκλα. Σε υψόμετρο πάνω από 1500 μέτρα κατοικούν τα ορεινά Θιβετιανά φύλα, ενώ κάτω από τα 1500 συναντά κανείς ινδικές και ινδο-νεπαλέζικες ομάδες. Οι κύριες γλώσσες είναι η Νεπαλεζική και η Νεβάρι, υπάρχουν όμως πολυάριθμές τοπικές διάλεκτοι. Κύριες θρησκείες της χώρας αποτελούν ο Ινδουισμός και ο Βουδισμός ενώ, σύμφωνα μ' ένα σύγχρονο αστείο, στη λίστα αυτή πρέπει πλέον να προστεθεί και μια τρίτη θρησκεία των κατοίκων, ο Τουρισμός.
Παρά την έντονη τουριστική δραστηριότητα των τελευταίων δεκαετιών, το Νεπάλ εξακολουθεί σήμερα ν' αποτελεί μια από τις πιο φτωχές χώρες του κόσμου. Ο πληθυσμός του ανέρχεται στα 30 εκατομμύρια, τρία εκ των οποίων κατοικούν στην πρωτεύουσα Κατμαντού. Το 80% των κατοίκων ζει από τη γεωργία, με κύρια καλλιέργεια το ρύζι και το σιτάρι, ενώ ένα ολοένα αυξανόμενο ποσοστό ασχολείται με τον ορειβατικό κυρίως τουρισμό.
Η γεωμορφολογική ιδιαιτερότητα του Νεπάλ, με το έντονο ορεινό ανάγλυφο, μπορεί να το καθιστά μια από τις φτωχότερες χώρες στον κόσμο, του χαρίζει ωστόσο μια ζηλευτή θέση στο χώρο της ορειβασίας. Ας μην ξεχνάμε ότι στα Ιμαλάια βρίσκονται και οι 14 κορυφές άνω των 8.000 μέτρων, ενώ το ίδιο το Νεπάλ μπορεί να καυχιέται για τα 9 από τα 10 πιο ψηλά βουνά του κόσμου. Δεν πρέπει, λοιπόν, ν' απορεί κανείς που η χώρα είναι γνωστή στους ορειβατικούς κύκλους ως η «Μέκκα του αλπινισμού».
Για αιώνες το Νεπάλ αποτελούσε σημαντικό σταθμό στο δρόμο για την Ανατολή (Θιβέτ και Κίνα). Το χειμώνα τα εμπορικά καραβάνια περνούσαν από τη ζούγκλα στο νότο, για να αποφύγουν την ελονοσία, έφταναν στην Κατμαντού και ξεχειμώνιαζαν εκεί, περιμένοντας ν' ανοίξουν τα κλειστά από τα χιόνια περάσματα των βουνών. Συνέχιζαν την πορεία τους το καλοκαίρι, όταν οι συνθήκες ήταν πλέον ευνοϊκές. Το γοητευτικό για τους σύγχρονους πεζοπόρους είναι ότι τα περισσότερα από τα σημερινά μονοπάτια τρέκινγκ στο Νεπάλ ακολουθούν αυτούς τους παλιούς εμπορικούς δρόμους.
Οι πρώτες πληροφορίες για τη μακρινή αυτή χώρα ήρθαν στη Δύση στις αρχές του 18ου αιώνα, όταν ιεραπόστολοι του τάγματος των Καπουτσίνων διέσχισαν για πρώτη φορά το Νεπάλ, κατευθυνόμενοι προς το Θιβέτ. Όταν επέστρεψαν, έδωσαν στους κατοίκους της Ευρώπης τις πρώτες περιγραφές της εξωτικής Κατμαντού.
Στις μέρες μας, στους κύκλους των ταξιδιωτών, το Νεπάλ είναι γνωστό ως η χώρα των ψηλότερων κορυφών στον κόσμο, αλλά και ως η χώρα της πνευματικής αναζήτησης. Γενέτειρα του Βούδα, του ανθρώπου που έδωσε μέσα από τις διδασκαλίες του στον κόσμο ένα στέρεο φιλοσοφικό σύστημα (το οποίο δεν αποτελεί θρησκεία, όπως συχνά πιστεύεται, παρά μια χαρτογράφηση του μονοπατιού, που οδηγεί στην απελευθέρωση του ανθρώπου από τον πόνο της ύπαρξης και στη φώτιση), το Νεπάλ αποτελεί πόλο έλξης για χιλιάδες πνευματικούς αναζητητές απ' όλο τον κόσμο. Η αναζήτηση του θείου και η προσπάθεια να το αγγίξει κανείς είναι έκδηλη ακόμα και σήμερα, στην καθημερινή ζωή των κατοίκων της χώρας, γεγονός που γοητεύει τους δυτικούς επισκέπτες.
Μετά από έναν πολιτικό αποκλεισμό 130 περίπου χρόνων (το 1816 το Νεπάλ έβαλε τέλος στον πόλεμο με τη Βρετανική Αυτοκρατορία υπογράφοντας μια ταπεινωτική συνθήκη, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η χώρα να διακόψει κάθε επαφή με το εξωτερικό για πάνω από έναν αιώνα), το Νεπάλ άνοιξε τα σύνορά του στους ξένους, στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Από τότε άρχισε να συρρέει στη χώρα ένα πολύχρωμο πλήθος επισκεπτών, κατά κύριο λόγο hippies, γοητευμένων από τις ανατολίτικες φιλοσοφίες, καθώς και ορειβατών που ήθελαν να αντικρίσουν την οροσειρά των Ιμαλαΐων. Άμεσος, επιτακτικός στόχος για τους τελευταίους η κατάκτηση του βουνού-θρύλου, του Έβερεστ. Οι προσπάθειες διαφόρων ευρωπαϊκών ορειβατικών αποστολών στις αρχές της δεκαετίας του 50, να κατακτηθεί επιτέλους το υψηλότερο βουνό του κόσμου, τελεσφόρησαν στις 29 Μαΐου 1953, όταν ο Νεπαλέζος οδηγός βουνού Tenzig και ο Αυστραλός Hillary, μέλος της Βρετανικής ορειβατικής αποστολής, πάτησαν θριαμβευτικά την κορυφή του Έβερεστ. Από τότε άνοιξε ο δρόμος για πλήθος ορειβατών που φιλοδοξούσαν να αναρριχηθούν μέχρι τη στέγη του κόσμου.
Σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι ορειβάτες και οι πεζοπόροι ξεπερνούν κατά πολύ σε αριθμό τους θρησκευτικούς αναζητητές. Trekkers από όλο τον κόσμο, περισσότερο και λιγότερο έμπειροι στο βουνό, έρχονται στο Νεπάλ για να περπατήσουν σε μερικά από τα πιο διάσημα και απαιτητικά ορειβατικά μονοπάτια στον κόσμο. Για χώρα του τρίτου κόσμου, το Νεπάλ είναι αρκετά οργανωμένο, όσον αφορά στην πεζοπορία και την ορειβασία. Ας μη ξεχνάμε ότι ο ορειβατικός τουρισμός αποτελεί την πρώτη πηγή εσόδων της εγχώριας οικονομίας, και καθώς πρόκειται για μια από τις πιο φτωχές χώρες στον κόσμο καταλαβαίνουμε πόσο σημαντικό είναι αυτό. Όσο περίεργο, λοιπόν, κι αν ακούγεται είναι σχετικά εύκολο να οργανώσει κανείς μια πεζοπορική επίσκεψη στο Νεπάλ, κυρίως στις μέρες μας, με την ευκολία του διαδικτύου.
Είναι, επίσης, σημαντικό να τονίσουμε ότι η χώρα είναι ασφαλής και μπορεί άνετα να ταξιδέψει κάποιος, ακόμα και μόνος. Οι Νεπαλέζοι (κι εδώ αναφερόμαστε περισσότερο στον απλό λαό που δεν έχει επαγγελματικές δοσοληψίες με τους τουρίστες) είναι πολύ φιλόξενοι κι εγκάρδιοι άνθρωποι. Απλοί και ειλικρινείς, ιδιαίτερα αξιοπρεπείς παρά την ένδειά τους, σέβονται τον ξένο και τον τιμούν σαν εκπρόσωπο του θεού. Πράγματι, μια από τις χαρές ενός τέτοιου ταξιδιού είναι και η γνωριμία, η σύντομη έστω επαφή μ' αυτόν τον λαό, με τα παιδιά, τους νέους, τους ηλικιωμένους, που συναντά κανείς στους δρόμους της Κατμαντού και κυρίως στους ορεινούς οικισμούς. Ακόμα και όταν δεν μιλούν Αγγλικά, τα μάτια τους εκφράζουν τη θέληση να επικοινωνήσουν με τους ξένους και τη ζεστασιά που νιώθουν για αυτούς.
Η πεζοπορική διαδρομή που οδηγεί στη βάση κατασκήνωσης του Έβερεστ (το λεγόμενο Everest Base Camp) αποτελεί ίσως το πιο δημοφιλές ορειβατικό μονοπάτι στον κόσμο. Η διαδρομή ξεκινά από τη μικρή ορεινή πολιτεία της Λούκλα (2840 μ.) και καταλήγει, μετά από 14 περίπου μέρες, στην Κατασκήνωση Βάσης του Έβερεστ, στα 5.364 μ. Την άνοιξη και κυρίως το φθινόπωρο, τις δύο καλύτερες εποχές για ορεινό περπάτημα, κατά εκατοντάδες συρρέουν οι «προσκυνητές» από κάθε γωνιά του πλανήτη, άνθρωποι όλων των ηλικιών, όλων των χρωμάτων, ένα πολύχρωμο πλήθος που συναντά κανείς σ' όλο το μήκος της διαδρομής. Περιπατητές που μοιάζουν να μην υπολογίζουν χρόνο, χρήμα, και κυρίως κόπο, προκειμένου να πλησιάσουν όσο το δυνατόν πιο κοντά στο θρύλο του Έβερεστ. Η διαδρομή καταλήγει στην καρδιά του υψηλότερου σημείου των Ιμαλαΐων. Επίσης, το συγκεκριμένο τρέκινγκ είναι φημισμένο, αφού περνά μέσα από τα όμορφα χωριά της διάσημης φυλής των Σέρπα, καθώς κι από σπουδαία Βουδιστικά μοναστήρια (gompa), όπως αυτό του Tengoboche. Ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι στο Νεπάλ ο ορειβατικός τουρισμός είναι για πολλούς συνυφασμένος με το προσκύνημα.
Η μικρή μας ομάδα βρέθηκε στην περιοχή του Έβερεστ τον περασμένο Απρίλιο και είχε τη χαρά να γνωρίσει από κοντά τη γοητευτική αυτή χώρα των Ιμαλαΐων. Οι εμπειρίες ενός τέτοιου ταξιδιού είναι δύσκολο να μεταφερθούν στο χαρτί. Αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε με τη σύντομη αναφορά μας ήταν να σας γνωρίσουμε κάπως καλύτερα μια χώρα, που σίγουρα αξίζει να επισκεφτείτε.