Ανδρέας Εμπειρίκος: ΓΙΟΥΝΓΚΦΡΑΟΥ- Η ηχώ των ορέων

(Το κείμενο είναι από (ανα)δημοσίευση στα "Βουνά " του ΕΟΣ Αθηνών)

 

 

Οι άνθρωποι των ορέων κατήρχοντο στις πεδιάδες. Το Κουλμ, το Ρίγκι - Κουλμ, το Άλπενμπεργκ και το Σουβρέτα, είχαν αδειάσει. Τα χιόνια στο Μυνχ, στο Γιούνγκφραου και στο Αιγκερ, όπως στο Μάττερχορν και στον Γοτθάρδο, όπως σε όλες τις κορφές της Εγκαντί-νας, ερρόδιζαν το πρωί και ερρόδιζαν και το βράδυ. Αλλά η σαιζόν είχε τελειώσει και τα βουνά, ξελαφρωμένα από το πλήθος των παραθεριστών, ανέπνεαν τώρα ελεύθερα.

Εγώ είχα μείνει τελευταίος. Δεν ήξερα τι να κάνω. Να μείνω τούτη τη χρονιά μονάχος μεσ' στα όρη, ή να κατέλθω και εγώ στις πεδιάδες;

Εδίσταζα.

Δεν ήτο εύκολο να πάρω μιαν απόφασι αμέσως.

Κάθε τόσο, εδώ και εκεί, στην ερημιά, πέφταν χιονοστιβάδες. Μέσα στην άκρα σιωπή του Αλπικού τοπείου, το κύλισμα της κάθε μιας ηκούετο σαν μακρυνή βροντή, ή σαν βήμα βαρύ γιγάντων.

Όπως οι πεδιάδες, έτσι και τα βουνά, έχουν την γοητείαν των, έχουν τα μυστικά των. Απόδειξις, η έλξις η ακατανίκητη των κορυφών. Απόδειξις - οι τάφοι των αλπινιστών. Απόδειξις - η απαλότητα του εντελβάις, μεσ' στην τραχύτητα των υψηλών τιτάνων.

Ναι! Ναι! Η γοητεία των κορυφών!

Μα έχουν και οι πεδιάδες την ιδικήν των γοητείαν. Η άπλα η απέραντη των κάμπων. Το κύμα το πράσινο ή το ξανθό των αχανών σιτοβολώνων. Η θριαμβευτική πορεία των ποταμών. Το μυστήριο των μυστικών περιβολιών. Η αίγλη μιας πόλεως που λιάζεται στον ήλιο. Μια ξαφνική επέλασις αγρίων ίππων. Όλα τα άνθη της πραιρίας.

Δεν ήξερα τι να διαλέξω.

Η θέσις μου ήτο δύσκολη, πολύ δύσκολη.

Τότε απεφάσισα να παίξω το ευγενικό παιχνίδι της ήχους. Αν η ηχώ ήτο μονή, θα κατέβαινα και εγώ στις πεδιάδες. Αν ήτο διπλή, ή τριπλή, θα έμενα στα όρη, ή μάλλον με τα όρη.

Έμπηξα λοιπόν το άλπενστόκ μου μεσ' στο χώμα έβαλα τις παλάμες μου σε σχήμα χωνιού στο στόμα και έκραξα:

"Τυμφρηστός!"

Τότε συνέβη κάτι, που ποτέ δεν θα ξεχάσω.

Απέναντι μου, μέσα στην άκρα σιωπή, επρόβαλε μια κόρη με μακριές ξανθές πλεξούδες με κάτασπρη μπλούζα και καταπράσινη φούστα, και βάζοντας και αυτή τα χέρια της γύρω στο στόμα, απήντησε τρεις φορές, με παρατεταμένη, καθαρή φωνή:

"Jungfrau... Jungfrau... Jungfrau..."

Έτσι, εκείνη τη χρονιά, παρέμεινα στα όρη.

 


(Σημ: Ευχαριστούμε τον φίλο και συνορειβάτη Παναγιώτη Κανελλόπουλο για την αποστολή του παραπάνω κειμένου)

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Κώστας Ουράνης: Ο Ταΰγετος