Διαμαντής Αξιώτης

1999. «η γη είναι που γεννάει τη ζωή»

ΟΙ ΑΝΑΒΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΛΛΟΘΡΗΣΚΟΥ ΗΡΩΑ ΤΟΥ ΔΙΑΜΑΝΤΗ ΑΞΙΩΤΗ

 Ο Διαμαντής Αξιώτης γεννήθηκε το 1942 στην Καβάλα όπου και ζει. Εξέδωσε ποιητικές συλλογές, συλλογές διηγημάτων και ανθολογίες, καθώς και τα μυθιστορήματα: Το ελάχιστον της ζωής του (1999), Πλωτές γυναίκες, (2002), Μοιρασμένα χιλιόμετρα, (2004), όλα από τις εκδόσεις Κέδρος. Διετέλεσε υπεύθυνος έκδοσης λογοτεχνικών περιοδικών, συνεργάτης της Ελληνικής Ραδιοφωνίας. Είναι μέλος της Εταιρίας Συγγραφέων.

 
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, με αυτοκράτορα τον Φαρούκ, η Ελληνική ομογένεια της Αιγύπτου αποφάσισε την κατασκευή ενός αγάλματος του Μωχάμετ Άλη, και την τοποθέτησή του στη γενέτειρά του, την Καβάλα, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα και τα έξοδα του εγχειρήματος. Το έργο ανατέθηκε στον επιφανή γλύπτη της εποχής, Κωνσταντίνο Δημητριάδη. Αυτός, διαβάζοντας για το βίο και τα έργα αυτού του οποίου το άγαλμα ανέλαβε να φιλοτεχνήσει, έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στη σεξουαλικότητα και στην ευγονία του ανδρός. (ο Μωχάμετ Άλη ήταν πατέρας ογδόντα πέντε παιδιών). Έτσι τον φαντάστηκε και τον εμφάνισε ως έναν άνδρα που μόλις βγαίνει από το λουτρό του, με μια πετσέτα τυλιγμένη γύρω από τη μέση του.
Όταν, για να επικυρωθεί η ανάθεση, παρουσίασε την εκδοχή αυτή, η αντιπροσωπεία των Αιγυπτιωτών όχι απλώς δεν την ενέκρινε, αλλά, αντίθετα, εκλαμβάνοντάς την ως ύβρη και προσβολή, κατήγγειλε τον καλλιτέχνη στον Φαρούκ. Ο ιταλοσπουδαγμένος και ευφυής αυτοκράτορας αντέδρασε με ιδιαίτερη κατανόηση. Κάλεσε και φιλοξένησε τον καλλιτέχνη, παρέχοντάς του συγχρόνως και πλούσιο βιογραφικό υλικό, έτσι ώστε αυτός να μπορέσει να δει από μια νέα οπτική τον διάσημο ιδρυτή της Αιγυπτιακής δυναστείας.
Το ορειχάλκινο άγαλμα τοποθετήθηκε στη θέση στην οποία βρίσκεται μέχρι σήμερα, στο ανατολικό άκρο της χερσονήσου της συνοικίας της Παναγίας, το 1934. Διάφορες συνθήκες κι ένας παγκόσμιος πόλεμος καθυστέρησαν τα αποκαλυπτήριά του για δεκαπέντε χρόνια. Το κάλυμμα που το σκεπάζει όλο αυτό τον καιρό αποτραβιέται επισήμως το 1949, και το άγαλμα αποκαλύπτεται. Ο Μωχάμετ Άλη, εμφανίζεται καβάλα σε άλογο, με κατεύθυνση προς το σπίτι όπου γεννήθηκε. Μοιάζει γερασμένος, κουρασμένος από τις μάχες και την πολυτάραχη ζωή. Τραβά τα χαλινάρια του αλόγου, για να το αναγκάσει να σταματήσει, ενώ, ταυτόχρονα, ξαναβάζει το σπαθί του στο θηκάρι, έτοιμος να αφιππεύσει και να εισέλθει στο σπίτι του για ανάπαυση.
Η ερμηνεία της στάσης του αγάλματος, (περίεργη καλλιτεχνική αντίληψη για στρατηλάτες - κανονικά ο Άλη θα έπρεπε να στρέφεται προς στην ανοιχτωσιά του πελάγου και των κατακτήσεων που αυτό συμβολίζει), θα έρθει πολλά χρόνια αργότερα από τον Διαμαντή Αξιώτη. Ο Καβαλιώτης συγγραφέας, από μικρός ακόμα, εντυπωσιάζεται και απορεί για την παρουσία του αλλόθρησκου σαρικοφόρου ιππέα, που ίσταται ανάμεσα στην χριστιανική εκκλησία της Παναγίας και του παλιού διατηρητέου τούρκικου σπιτιού. Κι αυτό δεν είναι το μόνο αξιοπερίεργο.
Σε αναζήτηση στοιχείων για τον Άλη, ο Διαμαντής Αξιώτης, ανακαλύπτει πως όλες οι προσβάσιμες πηγές σημειώνουν τη χρονολογία γέννησής του (1769), τον τόπο, (Καβάλα της Μακεδονίας), και κατόπιν, μ’ ένα θεαματικό χρονικό άλμα, μεταπηδούν στα ένδοξα χρόνια της Αιγύπτου, των κατακτήσεων και των ριζικών αλλαγών. Στοιχεία για τα πρώτα τριάντα χρόνια της ζωής του δεν υπάρχουν πουθενά.
Το γεγονός αποτελεί πρόκληση για το συγγραφέα. Τι μπορεί να σημαίνουν τα τριάντα πρώτα χρόνια της ζωής ενός ανθρώπου, που ξεκίνησε από το τίποτα και κατέληξε στρατηλάτης, τροπαιοφόρος, ιδρυτής δυναστείας, ανακαινιστής, μεταρρυθμιστής και αντιβασιλέας; Πώς γαλουχήθηκε και ανατράφηκε εκείνος ο αγράμματος βαθμοφόρος του τούρκικου στρατού, που με δύναμη 300 Τουρκαλβανών, επεχείρησε να εκστρατεύσει στην Αίγυπτο και να αναμετρηθεί με τις δυνάμεις του Ναπολέοντα;
Το βιβλίο του Διαμαντή Αξιώτη: «Το ελάχιστον της ζωής του», επικεντρώνεται σ’ αυτά ακριβώς τα χρόνια. Υλικό που συγκεντρώνεται από διάφορες πηγές, κείμενα ξενόγλωσσα που στέλνονται για μετάφραση, γκραβούρες και λιθογραφίες εποχής, όλα αποτελούν την πληροφοριακή βάση για το ιστορικό μυθιστόρημα των 410 σελίδων, που μετά από πενταετή έρευνα και πολλαπλές γραφές κατασταλάζει και κυκλοφορεί τελικά τον Μάιο του 1999. Ένα μυθιστόρημα που ισορροπεί μεταξύ ιστορίας και μύθου, και με το οποίο ο Διαμαντής Αξιώτης εδραιώνει τη συγγραφική του παρουσία στο λογοτεχνικό χώρο.
Καβαλιώτης ο συγγραφέας, η Καβάλα το πεδίο δράσης του ήρωά του και είναι φυσικό να μη λείπει από το μυθιστόρημα το βουνό του Παγγαίου. Η πρώτη σχετική αναφορά πηγάζει από ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του: Την ξακουστή λειτουργία νομισματοκοπείου στο βουνό και την κατασκευή βλημάτων στο χυτήριο που λειτουργούσε ήδη εκατό περίπου χρόνια πριν από το τέλος του 18ου αιώνα, ο οποίος αποτελεί και το μυθιστορηματικό χρόνο του αποσπάσματος. Εδώ συναντάμε τον Μωχάμετ παιδί, να μεγαλώνει στο Πράβι, (σημερινή Ελευθερούπολη), στην αυλή του θείου του και διοικητή της περιοχής της Καβάλας, Τοσσούν μπέη, μαζί με τον γιο του δεύτερου, Αλή.
«Μια μέρα ο Τοσσούν μπέης τους κάλεσε να επισκεφθούν το χυτήριο βλημάτων του Πραβίου. Τη μίσθωση είχε ο Χαλίλ Κερίμ και ο αδελφός του Χουσεϊν, συγγενείς του Μωχάμετ.
»Το χυτήριο βρισκόταν κάτω από τα μεταλλεία ασημιού. Εκείνα που έδιναν στην επιθεώρηση της Καβάλας ενενήντα ουγκιές ασήμι το χρόνο και στο μερίδιο του σουλτάνου το ένα έβδομο απ’ αυτό.
»Τα δυο αδέλφια είχαν γίνει κύριοι του χυτηρίου με το σύστημα μαλικανέ, που επέβαλλε τους νέους όρους εκμίσθωσης που εφάρμοζε η Πύλη.
»Ο Τοσσούν προσπάθησε να τους μυήσει στο σύστημα, αλλά ο Μωχάμετ και ο Αλή βιάζονταν να δουν τις φωτιές, τους λέβητες, τις μπάλες των κάστρων και τις βολίδες των πλοίων.
»Φίλησαν με σεβασμό τα χέρια των εκμισθωτών, και ο Χαλίλ ήταν έτοιμος για την ξενάγηση. Ο Χουσεϊν στεκόταν σκυθρωπός και αμίλητος. Απέφευγε να σηκώσει το κεφάλι και δεν κοίταζε στα μάτια τον Τοσσούν. Αποτραβήχτηκε γρήγορα πίσω από τα καζάνια.
»Είδαν τους σιδηρουργούς, τα καμίνια και τους καμινευτές των μετάλλων. Τους λέβητες, τις χύτρες και τους χύτες. Είδαν το παχύρρευστο υγρό που κυλούσε και τους εργάτες που, μέσα στις φλόγες και τα σύνεργα, έδιναν την εντύπωση δαιμόνων με στιβαρά μπράτσα και επιδέξια δάκτυλα». (σελ 130 –131).

Λίγο παρακάτω ο Χαλίλ δίνει πληροφορίες στα παιδιά για την παραγωγή του χυτηρίου:

«Τους είπε πως το χυτήριο είναι εκατό χρόνων και πως παρήγαγε μεγάλες ποσότητες υλικού, πέντε εκατομμύρια οκάδες. Έστελναν πολεμοφόδια παντού, σε κάθε γωνιά της Αυτοκρατορίας, σε όλη τη Μεσόγειο, στα λιμάνια της Ευρώπης. Εκείνη την περίοδο ετοίμαζαν τρεις χιλιάδες βλήματα πυροβόλων για τη Νις. Πρόσθεσε δε πως από το μολύβι του βουνού έφτιαχναν σωλήνες, συνδέσμους λίθων, σταθμά, βάρη και σφραγίδες. Ήταν εμφανής η προσπάθεια να τους εντυπωσιάσει. Ήταν υπερήφανος». (σελ.131).

Στην επόμενη σελίδα διαβάζουμε για την παραγωγή του νομισματοκοπείου, το οποίο λειτουργούσε παράλληλα με το χυτήριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η λειτουργία νομισματοκοπείου στο Παγγαίο χρονολογείται από το 800π.Χ., γεγονός που καθιστά το χώρο ως τον αρχαιότερο πανελλαδικώς με παρόμοια δραστηριότητα. Ο ορυκτός πλούτος του, άλλωστε, τον οποίο εποφθαλμιούσαν πολλοί, ήταν που κατέστησε το Παγγαίο σημαντικό στρατηγικό στόχο. Κατά έναν μύθο, ο Φοίνικας Κάδμος πρώτος ανακάλυψε τα πολύτιμα μέταλλά του, και ονόμασε το βουνό Παγγαίο από την φοινικική λέξη paga, που σημαίνει συνάντηση. Η διεκδίκηση του χρυσού έγινε αφορμή για συνεχείς αντιπαραθέσεις και πολέμους στην περιοχή, ενώ η προσάρτηση των μεταλλείων από τον Φίλιππο συνοδεύεται από συστηματικότερες μεθόδους εξόρυξης καθώς και ανακαλύψεις νέων κοιτασμάτων, οι οποίες του αποφέρουν μέχρι και 1.000 τάλαντα ετησίως, και ενισχύουν έτσι σημαντικά τη δύναμή του1. Η συνεχής εκμετάλλευση των πολύτιμων ορυκτών του Παγγαίου συνεχίζεται μέχρι τις μέρες που το επισκέπτεται ο Μωχάμετ:

«Είχαν κατασκευάσει τις πήλινες μήτρες ενώνοντας δύο πήλινα πλακίδια και είχαν βρει τον τρόπο να χύσουν το λιωμένο μέταλλο γεμίζοντας με κερί τα βαθουλώματα των πετάλων. Οι πέντε κλίβανοι περίμεναν κρυμμένοι σε μία στοά. Έψησαν τις μήτρες σε κλίβανο, τις κόλλησαν κατά εξάδες και έχυσαν το καυτό μέταλλο στο αυλάκι που είχαν επινοήσει. Την αρμαθιά με τις άμορφες στρογγυλές πλάκες θα παραλάμβανε στη συνέχεια ο Χουσεϊν, σαν επιδέξιος τεχνίτης στα χτυπήματα, και θα χτυπούσε επάνω τους τη σιδερένια σφραγίδα που είχαν κατασκευάσει γι’ αυτόν το σκοπό. Έτσι θα έδιναν την τελική μορφή του νομίσματος».(σελ.132).

Λόγος για το χρυσάφι του βουνού γίνεται και στο επόμενο απόσπασμα:

«Όταν οι μεγάλοι αναζήτησαν τα παιδιά, τα βρήκαν ανάμεσα στα κασόνια και τις μπάλες. Ο Χαλίλ πρότεινε ανάβαση στο βουνό και άρχισε να αφηγείται ιστορίες με χρυσό, σπηλιές και θηρία.
» - Στο βουνό, έλεγε, υπάρχει σήραγγα που αρχίζει από το βόρειο μέρος και καταλήγει στη θάλασσα. Πολλοί που επιχείρησαν να μπουν και να την περπατήσουν συνάντησαν τρεχούμενα νερά, μια λίμνη και θηρία με κόκκινα φτερά. Όσοι επέμειναν χάθηκαν και δε γύρισαν πίσω. » - Στην καρδιά του βουνού πρέπει να βρίσκεται χρυσός, συμπλήρωσε.
»Τα παιδιά έδειξαν ενδιαφέρον στο άκουσμα του χρυσού, της λίμνης και των θηρίων. Κι’ εκείνος, για να γίνει περισσότερο πιστευτός, επικαλέσθηκε ένα μύθο που είχε ακούσει όταν πρωτοήρθε σ’ αυτά τα μέρη.
»Τον χρυσό, τους είπε, τον φυλούσαν γίγαντες πολεμιστές που πολεμούσαν σώμα με σώμα, όρθιοι. Άλειφαν τα κορμιά τους με λάδι και έκοβαν τα μαλλιά τους μόνο μπροστά, για να μην τους πιάνουν οι εχθροί απ’ αυτά την ώρα της συμπλοκής. Εκεί ήταν κρυμμένο το μυστικό της αδυναμίας τους.
»Ήταν τόσο πειστικός ο λόγος του, που την άλλη μέρα τα παιδιά ζήτησαν να τους κόψουν τα μαλλιά τους μπροστά».(σελ.133 – 134).

Στην επόμενη αναφορά στο Παγγαίο, ο Μωχάμετ, δεν είναι πια παιδί, αλλά άντρας, κοντά στα τριάντα του. Πρόκειται για μια ανάβαση με άλογα, με προορισμό το μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας, για το οποίο οι Τούρκοι έχουν υπόνοιες πως λειτουργεί ως εστία μιας επερχόμενης επανάστασης.

«Ανέβηκαν στα άλογα οι άνδρες και τράβηξαν δυτικά. Ο Τοσσούν πρότεινε ν’ ακολουθήσουν τα μονοπάτια του Παγγαίου. Την ήξερε καλά την περιοχή, από την εποχή που διοικούσε το τάγμα του Πραβίου. Η γνωριμία επιπλέον με τους μισθωτές των χυτηρίων πίστευε πως του παρείχε ιδιαίτερη ασφάλεια. Ο πραγματικός όμως λόγος της επιλογής ήταν η πρόθεσή του να επισκεφθεί το μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας. Ο Τζενγκίς αγάς τού είχε εκμυστηρευτεί πως στη μονή συνέβαιναν διάφορα πράγματα επικίνδυνα για την Αυτοκρατορία και ήθελε να διαπιστώσει πώς έχει η κατάσταση, επιβάλλοντας αυστηρές ποινές». ( σελ 316).

Ο Μωχάμετ γοητεύεται από την ομορφιά του βουνού, καθώς ανέρχεται σ’ αυτό από τη βορινή του πλευρά.

«Για τον Μωχάμετ, παρά την επίδειξη γεωγραφικών γνώσεων που είχε τολμήσει στο σαλόνι του υποπρόξενου Λιόν, ήταν η πρώτη φορά που διέσχιζε τη βορινή πλευρά του Παγγαίου και ήταν ενθουσιασμένος. Τον γοήτευε το άγνωστο, η βλάστηση και το πλήθος των αλόγων που συναντούσαν.
»Άγρια άλογα έβοσκαν ελεύθερα, λες και δεν κινδύνευαν να τα κατασπαράξουν οι λύκοι ή να τ’ αρπάξουν ζωοκλέφτες άλλων περιοχών. Ορισμένα μάλιστα φορούσαν χάμουρα και στολισμένους χαλινούς, σαν να τα είχαν ελευθερώσει μετά από ζωοπανήγυρη. Ο Μωχάμετ, παρ’ όλο που ζήλεψε την ελευθερία τους, πρότεινε στον Τοσσούν να επισκεφτούν σύντομα την περιοχή, με αποκλειστικό προορισμό την αρπαγή των ζώων. »Στην πρώτη στάση τους ο {υπηρέτης του} Ορχάν έσκυψε να μαζέψει ρόδα.
»Ο Μωχάμετ έβλεπε έκπληκτος τις τριανταφυλλιές που σχημάτιζαν ολόκληρα δάση σκεπάζοντας το βουνό. Οι πλαγιές και οι χαράδρες ήταν κατάφυτες από πολύχρωμους ροδώνες. Νερά και καταρράχτες κυλούσαν από παντού κι ένας ήλιος με φτερά ανέβαινε στην κορυφή.
»Χαιρόταν ο Μωχάμετ και σκεφτόταν πως η γη είναι που γεννάει τη ζωή. Τα υπόλοιπα ακολουθούν». ( σελ 316-317).

Ένας αρχαίος μύθος, αυτός του Λυκανθρώπου και των ρόδων του Παγγαίου2 εμφανίζεται στο παρακάτω απόσπασμα. Τον διηγείται στον Μωχάμετ ο Ορχάν:

«Ο Μωχάμετ συμπέρανε πως απ’ αυτό το βουνό θα κατέβηκε εκείνη η μάγισσα και, έτσι όπως στεκόταν εκστατικός με τα εξηντάφυλλα στο χέρι, του φάνηκε πως έβλεπε να κατηφορίζουν την πλαγιά νεράιδες, ξωτικά και δαίμονες. Τρόμαξε και με μια απότομη κίνηση έδιωξε τα οράματα από τα μάτια του. Έβαλε τα άνθη στο στόμα του αλόγου και τα πίεσε με δύναμη να τα φάει.
»Ο Ορχάν, που στεκόταν ακόμη μπροστά του και τον κοίταζε στα μάτια, πειράχτηκε. Δεν τον είχε συνηθίσει ο αφέντης του σε παρόμοια φερσίματα. Απεναντίας, το μικρό χρονικό διάστημα που τον είχε στην υπηρεσία του τού φερόταν τρυφερά.
» - Οι Έλληνες λένε πως αυτά είναι τα αγαπημένα λουλούδια του Διονύσου, είπε. Μ’ αυτά στόλιζαν το ναό του για να δείξουν το σεβασμό και την αγάπη τους.
»Ο Μωχάμετ κοίταξε το άλογο, που ακόμη μασούσε τα λουλούδι, και παρ’ ολίγο να αισθανθεί ιερόσυλος. Ο Ορχάν, που έδειχνε να γνωρίζει την περιοχή, συνέχισε να λέει για κάποιο άρωμα που επιφέρει ιερό παραλήρημα, και ο Μωχάμετ με κόπο συγκρατούσε τα γέλια.
» - Το άρωμα και οι μαγικές ικανότητες διατηρούνται ακόμη, επέμενε ο Ορχάν.
»Ο Μωχάμετ μαλάκωσε, νοιώθοντας την υποχρέωση να θαυμάσει τις γνώσεις του υπηρέτη του. Τον ρώτησε για τις ικανότητες των ρόδων, κι’ εκείνος, κολακευμένος από το ενδιαφέρον του αφέντη του, ανέφερε πρόθυμα ολόκληρο το μύθο.
»Του διηγήθηκε πως όταν κάποιος ζήτησε από τον Δία να τον κάνει αθάνατο, για να κερδίσει την εύνοια και να του γίνει το χατήρι, θυσίασε στο βωμό του ένα αρσενικό βρέφος και με το ζεστό του αίμα έκανε σπονδές. Ο θεός δυσαρεστήθηκε από τη θυσία του βλάσφημου θνητού και, αντί άλλης αμοιβής, τον μεταμόρφωσε σε λύκο. Τόσο μεγάλη ήταν η οργή του, που κράτησε την τιμωρία πολλά χρόνια, αρνούμενος να απαλλάξει τον θνητό από την μορφή του θηρίου.
»Μετά απ’ αυτό, όποιος θυσίαζε σ’ εκείνον το βωμό έπαιρνε την μορφή λύκου. Όχι όμως για πάντα. Αν μέσα σε δέκα χρόνια δεν έτρωγε ανθρώπινο κρέας και τρεφόταν μόνο με νερό και ρόδα εξηντάφυλλα του Παγγαίου, γινόταν και πάλι άνθρωπος κανονικός. Σε αντίθετη περίπτωση, έμενε για πάντα λύκος και έβγαινε κάθε πανσέληνο. Και δεν ήταν ικανά να τον θεραπεύσουν όλα τα εξηντάφυλλα του βουνού». (σελ. 320 – 321).

Η ανεύρεση ενός παλαιού νομίσματος στο βουνό μας φέρνει την περιγραφή του, στο ιδιαίτερα ενδιαφέρον απόσπασμα που ακολουθεί. Το νόμισμα που περιγράφεται είναι από τα αρχαιότερα που κόπηκαν στο βουνό. Στην μια του όψη αναπαριστά ένα κένταυρο τη στιγμή που αρπάζει μια νύμφη, και στην άλλη την σβάστικα, συνηθισμένο μοτίβο των ινδοευρωπαϊκών φύλων, πριν υιοθετηθεί, αιώνες αργότερα, και καθιερωθεί ως ναζιστικό σύμβολο.

«Από την θέση που στεκόταν, έβλεπε να απλώνονται κάτω από τα πόδια του πράσινα χωράφια, νερά που άρδευαν την πεδιάδα, και υπέθετε πως τα χώματα θα ήταν εύφορα. Θυμήθηκε έναν πίνακα εμπορίου που του είχε διαβάσει ο Κωνσταντίνος Τοσίτσας.
» - Είναι η έκθεση κάποιου Γάλλου ονόματι Φελίξ Μπωζούρ, του είχε πει, και αφορά την περιοχή του Παγγαίου.
»Η Μακεδονία, έλεγε, είναι από όλους τους τόπους της γης ο πιο κατάλληλος για τις καπνοκαλλιέργειες. Η πλουσιότατη γη της έχει ανάγκη από εκμύζηση των αδηφάγων φυτών. Η ποιότητα του βαρύ και γεμάτου νίτρου αέρα, η θέση των χωραφιών στους πρόποδες του Παγγαίου όρους και των άλλων ψηλών βουνών, που περιβάλλονται από έναν αιώνιο κύκλο ατμών, οι συνεχιζόμενες προσχώσεις της θάλασσας, του Στρυμόνα, και χιλιάδες άλλες αλλοιώσεις του εδάφους χαρίζουν στο ζωικό και φυτικό βασίλειο αφθονία από ιδιότητες άγνωστες σ’ άλλους τόπους. Η φύση εδώ έχει μεγάλη δύναμη. Τα φυτά πλούσιους χυμούς και τα ζώα ιδιαίτερο σφρίγος.
»Ο Μωχάμετ καμάρωσε το ιδιαίτερο σφρίγος των αλόγων. Σίγουρα θα έπειθε τον φρούραρχο για την κλοπή.
»Έβγαλε το νόμισμα που του έδωσε ο Ορχάν και το περιεργάστηκε. Ήταν ακόμα λασπωμένο. Το έτριψε με το σάλιο του. Είχε μια κυκλική επιγραφή και στο κέντρο παρίστανε ένα ον μισό άλογο την ώρα που αρπάζει μια νύμφη. Από την άλλη πλευρά είχε ένα βαθύ τετράγωνο, μέσα στο οποίο ήταν χαραγμένος ένας πολύπλευρος σταυρός, παραμορφωμένος.
»Συμπέρανε πως ήταν νόμισμα ελληνικό και το έκρυψε στο ρούχο του, να το κρατήσει για να θυμάται την ανάβαση…» (σελ.321 – 322).
Η μονή της Εικοσιφοίνισσας είναι το θέμα και των δυο επόμενων αποσπασμάτων που αφορούν το Παγγαίο. Έχουν περάσει κάποια χρόνια, και η φήμη του Μωχάμετ εξαπλώνεται: «Η φήμη της δόξας του Μωχάμετ Άλη φτάνει στη Μακεδονία και σκαρφαλώνει στην κορυφή του Παγγαίου».(σελ.327).
Στο πρώτο μάλιστα απόσπασμα, όπου ο ηγούμενος της μονής Κωνστάντιος πηγαίνει στην Αίγυπτο για να κερδίσει την εύνοια του Μωχάμετ Άλη, παρουσιάζεται η μία από τις εκδοχές της ονομασίας της μονής.
«Όταν ο Κωνστάντιος φτάνει στην Αίγυπτο, παρουσιάζεται στον Μωχάμετ Άλη, ο οποίος, μόλις ακούει τον τόπο προέλευσής του, συγκινείται από τις αναμνήσεις που ξυπνούν μέσα του, τον υποδέχεται φιλικά και προθυμοποιείται να τον φιλοξενήσει. Θυμάται την ανάβασή του στο Παγγαίο, τη μονή της Εικοσιφοίνισσας και το θαύμα της Παναγίας. Προσφέρει στον ιερωμένο όλα τα καλά του παλατιού και τον αφήνει να ελπίζει.
»Ο Κωνστάντιος, στην προσπάθεια να κερδίσει την εύνοιά του, αρχίζει από το ιστορικό της μονής, εξηγώντας την προέλευση της παράξενης ονομασίας. Περιγράφει το σαν αίμα κόκκινο της Φοινίσσουσας και προσφέρει τις λέξεις φοινός και φόνος. Μιλάει τη γλώσσα των Πατέρων, αναφέρει κάποιον όσιο Γερμανό, μία θεία οπτασία, ένα νερό θαυματουργό, και προσδοκά να εντυπωσιάσει τον Οθωμανό. Ο Μωχάμετ Άλη δεν κατανοεί την εκδοχή του ηγουμένου και δυσπιστεί.
»Διότι τότε που είχε ανεβεί στη μονή, ένα καλογεράκι, στην προσπάθειά του να του εξηγήσει την προέλευση του δύσκολου ονόματος, αναφέρθηκε σε έναν θεόσταλτο κότσυφα και στον τεχνίτη που είχε αναλάβει να σκαλίσει τη μορφή της Παναγίας στο ξύλο. Ο τεχνίτης, αφού νήστεψε από ψωμί και νερό σαράντα ημέρες, έπιασε στα χέρια του το ακατέργαστο ξύλο. Και ενώ το δούλευε μέρα και νύχτα, στο τελικό στάδιο της προεργασίας εκείνο ράγισε και αναδύθηκε μια λάμψη που διήρκεσε όλο το διάστημα της δημιουργίας της εικόνας. Το κόκκινο σαν αίμα φως που ξεχύθηκε οι καλόγεροι το είπαν φοινικό και τη μονή Εικοσιφοίνισσα».(σελ. 328 – 329).

Και στο τελευταίο σχετικό απόσπασμα του βιβλίου, ο συγγραφέας αναγνωρίζει στον Μωχάμετ Άλη τη πράξη μεγαλοψυχίας για τη σωτηρία των μοναχών, κάτι όμως που η ιστορική αλήθεια αποδίδει στον μπέη της Καβάλας, τον Φετά μπέη.

«Όπως όταν ο Τοσσούν μπέης ξεκινούσε να τιμωρήσει, σύμφωνα με τις καταγγελίες του Τζενγκίζ αγά, τους μοναχούς της Εικοσιφοίνισσας, και ο Μωχάμετ έσπευσε να στείλει τον ευνοούμενό του Ορχάν να ειδοποιήσει τους πατέρες να κρύψουν όσα δεν έπρεπε να φανούν, ώστε να αποδειχθούν καθαροί και να γλιτώσουν. Οι μοναχοί μάζεψαν ό,τι παράνομο έκρυβαν και το φυγάδευσαν στο μετόχι της Παναγίας Ηλιοκάλου των Σερρών».(σελ. 331- 332).

1. σημ. Στο σημείο αυτό μπορούμε να παραθέσουμε και ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Λευτέρη Ξανθόπουλου, που αφορά τα παιδικά χρόνια του συγγραφέα στη γενέτειρα πόλη της Καβάλας και που αναφέρεται στο χαρακτηριστικό αυτό του Παγγαίου, όπου ακόμα και σήμερα το έμπειρο μάτι καταφέρνει ν’ ανακαλύψει αρχαία νομίσματα: «Εδώ άκουσα και τις πιο παράξενες ιστορίες. Για τα φαντάσματα στις καλαμιές και στα μποστάνια, για τους θησαυρούς του Μεγαλέξανδρου που ξεθάβουν οι μπουλντόζες της ΜΟΜΑ στο Παγγαίο, για τις φώκιες που είχαν τις φωλιές τους στα βράχια κάτω από το σπίτι μας, όταν ήρθαν πρόσφυγες οι δικοί μου στην Καβάλα, τα χρόνια ανάμεσα στους δυο πολέμους. »Ειδικά για τα βουνά της περιοχής οι χωρικοί έλεγαν πως βρίσκουν χρυσά δόντια εκεί που σκάβουν μέσα στα χώματα και λίρες χρυσές εκεί που είναι θαμμένοι οι στρατιώτες των αρχαίων Μακεδόνων, στα παλιά νεκροταφεία τους, ενώ άλλοι φτάνουν ακόμα και πιο ψηλά, στο Πιλάφ - Τεπέ, τη χιονισμένη κορυφή του Παγγαίου, για να βρουν και να οικειοποιηθούν τους χαμένους θησαυρούς των προγόνων». Λευτέρης Ξανθόπουλος, Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ (σελ. 107 – 108), εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ 1999.
 
2. σημ. Όπως ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει στις σημειώσεις, στο τέλος του βιβλίου, ο μύθος του ανωτέρω αποσπάσματος βασίστηκε στο υλικό της έρευνας του Κώστα Ορφανίδη, «Ο μύθος του Λυκανθρώπου», (Παυσανίας, Ηλειακά Β΄ 2 και Αρκαδικά Η΄2), που δημοσιεύτηκε στην τοπική εφημερίδα ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, στις 16 Νοεμβρίου του 1985.

 

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Κοσμάς Χαρπαντίδης Θεόδωρος Γρηγοριάδης »