Ένας “ορειβάτης” περιηγητής του 1889

Ο HENRY FRANSHAWE TOZER ήταν ένας Αγγλος κληρικός που ταξίδεψε επανειλημμένα στα ελληνικά νησιά το 1874, 1876 και 1889. Οι εντυπώσεις από τα ταξίδια του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Academy κι έπειτα σε βιβλίο. Η επίσκεψη του στη Σαμοθράκη το 1889 περιγράφεται στα κεφάλαια 16 και 17 του βιβλίου του, όπου ο ξένος αυτός περιηγητής αναφέρεται στις δυσκολίες του να φτάσει στο νησί.
 Στο απόσπασμα που παραθέτουμε, μια «ορειβατική» συντροφιά, στις 11 Απριλίου του 1889, χωρίς να διαθέτει το σημερινό εξοπλισμό και με μοναδικό κίνητρο την επιθυμία του Αγγλου περιηγητή να ανέβει στην ψηλότερη κορυφή της Σαμοθράκης, πραγματοποιεί αυτήν την ολοήμερη εξερεύνηση του βουνού:

 

saos01.jpg«Επί δύο ημέρες μετά την άφιξή μου στο Δεδεαγάτς1 δεν έβλεπα να υπάρχει ελπίδα ότι θα πήγαινα στη Σαμοθράκη. Ο ουρανός ήταν καθαρός, αλλά ο άνεμος φυσούσε δυνατά από τα νοτιοδυτικά... Υπήρχαν πολυάριθμα καΐκια εκεί, κατάλληλα για το ταξίδι αυτό, αλλά εξαιτίας του ανέμου ήταν δεμένα κολλητά, στο μικρό λιμάνι. Επί τέλους, ο υπηρέτης μου ήρθε και με πληροφόρησε ότι είχε φτάσει ένα Αγγλικό ατμόπλοιο της Joly -Victoria Company, η Σεμίραμις, και καθώς ήξερα ότι τέτοια καράβια συχνά βγαίνουν από την κανονική τους πορεία αν υπάρχει σοβαρή αμοιβή, προσπάθησα να μάθω από τον πράκτορά τους αν μπορούσαν να με βολέψουν και με ποια τιμή. Η πρώτη ήταν δεκαοκτώ λίρες, αλλά με τα παζάρια κατέβηκε στις πέντε -ποσό όχι παράλογο αν σκεφτεί κανείς ότι το ατμόπλοιο που είχε κατεύθυνση προς την Σμύρνη θα αναγκαζόταν να κάνει μια σημαντική παρέκκλιση. Μ’ αυτούς τους όρους κλείστηκε η συμφωνία κι επιβιβάστηκα χωρίς καθυστέρηση. Με μεγάλη έκπληξη ανακάλυψα ότι η παρά τη θέλησή μου παραμονή στο Δεδεαγάτς μου είχε χαρίσει μια τιμητική φήμη. Διαδόθηκε εκεί ότι πήγαινα στη Σαμοθράκη για να ανακαλύψω ένα ορυχείο χρυσού, ή τουλάχιστον ένα ανθρακορυχείο· κι ένας μάλιστα ντόπιος μου ζήτησε την άδεια να με συνοδέψει, για να έχει ίσως κάποιο μερίδιο στα κέρδη.

Μόλις ξεκινήσαμε συζητήσαμε με τον καπετάνιο, έναν καλοκάγαθο Έλληνα, σε ποιο σημείο του νησιού θα αποβιβαζόμουν. Ο ίδιος δεν είχε επισκεφθεί τη Σαμοθράκη ποτέ, κι έτσι δεν ήξερε τις ακτές της - και είναι αλήθεια ότι τα ατμόπλοια ποτέ δεν έπιαναν λιμάνι εκεί, το χειμώνα μάλιστα ελάχιστα καΐκια πήγαιναν. Ο καπετάνιος έβγαλε τους χάρτες του Αγγλικού Ναυαρχείου και αρχίσαμε να συζητάμε τις δυνατότητες. Πρότεινε να με ξεμπαρκάρει σ’ ένα σημείο της βο-ρεινής ακτής, σημειωμένο στο χάρτη με το όνομα Παλαιόπολη, όπου είχε ακούσει ότι υπήρχαν και κτίσματα. Ευτυχώς όμως που δεν συμφώνησα, γιατί αργότερα που επισκέφτηκα το μέρος δεν βρήκα άλλο κατάλυμα, παρά τον κούφιο κορμό ενός δέντρου. Εγώ, αντίθετα, πρότεινα την Καμαριώτισα, κοντά στο δυτικό ακρωτήρι, όπου είχα μάθει, όταν βρισκόμουν στο Δεδεαγάτς, ότι έπιαναν τα πλοία...

Είχε νυχτώσει όταν πλησιάσαμε την ακτή και χρειαζόταν πολύ μεγάλη προσοχή για να μην πέσουμε πάνω στα βράχια. Το πλοίο σφύριξε, αλλά απάντηση δεν πήραμε- ήταν ολοφάνερο ότι δεν είχαμε υπολογίσει καλά τη θέση. Το καράβι ξεκίνησε ξανά και κατευθύνθηκε προς ένα σημείο λίγο πιο πέρα, εκεί όπου υπήρχε μια μικρή αμμουδιά, στην άκρη του νησιού, όπου σχηματιζόταν ένα καταφύγιο από τα κύματα.Αυτήν τη φορά το σινιάλο μας ήταν πιο πετυχημένο, γιατί λίγο αργότερα μπορέσαμε να διακρίνουμε, στο μουντό φως του φεγγαριού, να μας πλησιάζει μια μικρή βάρκα με δυο νέους για κωπηλάτες. Με μεγάλη δυσκολία καταφέραμε να μπούμε εγώ, κι ο υπηρέτης μου με τις αποσκευές μας, και να κατευθυνθούμε προς την ξηρά, ενώ το ατμόπλοιο εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι.

Αποβιβάστηκα στην παραλία και, επιτέλους, μπορούσα πια να συγχαρώ τον εαυτό μου: πατούσα το πόδι μου στη Σαμοθράκη.

Το μεγαλύτερο αίνιγμα στην τοπογραφία της Σαμοθράκης είναι η τοποθεσία μιας πόλης που ονομάζεται Ζέρυνθος, μ’ ένα περίφημο σπήλαιο αφιερωμένο στην Εκάτη. Υποτίθεται ότι βρισκόταν κάπου στη βορεινή ακτή, αλλά ακόμη δεν βρέθηκε τοποθεσία που να ταυτίζεται μαζί του. Λένε ότι η πιο πιθανή βρίσκεται κοντά στα λουτρά και πολλά συνηγορούν σ’ αυτήν την υπόθεση. Καθώς οι Έλληνες πίστευαν ότι οι θερμές πηγές συνδέονταν με τον κάτω κόσμο, καμιά άλλη τοποθεσία δεν ήταν πιο ταιριαστή για τη λατρεία της Εκάτης. Αυτό, όμως, παραμένει υπόθεση, γιατί δεν έχει βρεθεί κανένα ίχνος αρχαίας εγκατάστασης και ούτε κανείς ήξερε να μου πει αν υπήρχε εκεί ή κάπου αλλού κάποια σπηλιά. Μπορεί, βέβαια, να υπήρξε μια τέτοια κοντά στις πηγές, που ίσως να τη γκρέμισαν για να κτιστεί το λουτρό ή, απλώς, να καταστράφηκε.

saos02.jpg Είχα μια μεγάλη επιθυμία, από παλιά, ν’ ανεβώ στην ψηλότερη κορυφή της Σαμοθράκης, γιατί πίστευα ότι από κει μπορεί κανείς να έχει την πιο ωραία θέα του Αιγαίου. Για μια τέτοια, όμως, εξερεύνηση πρέπει να υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες. Επιτέλους, την τέταρτη μέρα της διαμονής μου εκεί, στις 11 Απριλίου, παρουσιάστηκε η ευκαιρία, γιατί ο άνεμος είχε πέσει κι ο ουρανός ήταν χωρίς σύννεφα. Είχα για οδηγούς δύο άνδρες, περίπου τριάντα ετών, που αποδείχτηκαν σπουδαίοι σύντροφοι και εξαίρετοι ορειβάτες. Ήταν ντυμένοι με γαλάζια επανωφόρια, φαρδιά πανταλόνια που έφθαναν ως το γόνατο, καφέ κάλτσες και μαλακά δερμάτινα παπούτσια που συγκρατούνταν με αναρίθμητα κορδόνια. Το πλεονέκτημα αυτών των παπουτσιών, έναντι των ορειβατικών μου υποδημάτων, αποδείχτηκε πολλές φορές πάνω στα γλιστερά βράχια.

Ξεκινήσαμε στις 6.30 το πρωΐ κι αφού περάσαμε το λόφο που βρίσκεται πίσω ακριβώς από το ψηλότερο σπίτι του χωριού, αρχίσαμε την ανάβαση με κατεύθυνση το νότο, πάνω από το εύφορο έδαφος του Ακρωτηρίου... Ύστερα από μία ώρα φτάσαμε στην τελευταία πηγή που συναντάει κανείς σ’ αυτή την πλευρά και σταματήσαμε για να ξεκουραστούμε.

Στις 12.30’ αρχίσαμε να κατεβαίνουμε ακολουθώντας άλλη διαδρομή, που έφερνε νότια, προς τον Προφήτη Ηλία. Ο δρόμος ήταν πολύ δύσκολος, πολύ δυσκολότερος από όσο ήταν ως τώρα. Στις τρεις το απόγευμα φτάσαμε στο Σφιδάμι, η πηγή του οποίου φημίζεται για τις ζωογόνες της ιδιότητες. Το νερό ήταν εύγευστο και δροσερό, χωρίς μεταλλική γεύση. Υπάρχει η φήμη πως, όσο προχωρά η μέρα, αυτό κρυώνει, και πως το μεσημέρι είναι παγωμένο.

Έπειτα ξαναμπήκαμε στο δάσος με τις βελανιδιές και χαρήκαμε που ξαναβρήκαμε τα μονοπάτια των ξυλοκόπων, μιας και είναι πιο ομαλά για  περπάτημα. Συνεχίζοντας την κατάβαση φτάσαμε σ’ ένα μέρος που λέγεται Πέρασμα - κι αυτό το επισημαίνω ύστερα από παρότρυνση του ενός συντρόφου μου, ο οποίος, καθώς με είδε να κρατώ σημειώσεις, επέμενε, «γράψε το, γράψε το, Γιάβαθρο (= δηλ. Διάβαθρον).

Γύρω στις 6 το απόγευμα φτάσαμε στη Χώρα.

(Το άρθρο αναδημοσιεύεται από το Μέλι των Γκρεμών, τεύχ. 5ο Ιούνιος 1996, με αφορμή την ανάβαση του Ε.Ο.Σ. Καβάλας στο Φεγγάρι της Σαμοθράκης, στις 9/8/2008, απ’ όπου προέρχονται και οι φωτογραφίες.)

saos03.jpg